Ναι, έκανε λάθος η Κατερίνα Γκαγκάκη, σοβαρό και αδικαιολόγητο, αδιανόητο και ακατανόητο για ένα άτομο της δικής της πείρας, γνώσης και συγκρότησης. Να το πληρώσει. Αλλά αυτό που γίνεται τις τελευταίες μέρες μοιάζει λίγο με «ομαδικό βιασμό» της. Κυρίως, αποπροσανατολίζει από το πραγματικό πρόβλημα που ανέδειξε το περιστατικό στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ αλλά και ο τρόπος που το χειρίστηκαν συντελεστές της εκπομπής του ΣΚΑΙ.
Με τη σειρά…
Εναν άνθρωπο, οποιονδήποτε άνθρωπο, τον κρίνουμε συνολικά για την πορεία του μέσα στον χρόνο – πολύ περισσότερο όταν ο συγκεκριμένος είναι σε όλον αυτόν τον χρόνο εκτεθειμένος στη δημοσιότητα (και τους δημοσιογράφους). Η Γκαγκάκη είχε μια μακρά και πετυχημένη πορεία στην επικοινωνία, σε θέσεις ευθύνης πολυεθνικών και μεγάλων ελληνικών εταιρειών προτού βρεθεί σε διάφορα τηλεοπτικά πάνελ. Οσοι έχουμε πει και δυο κουβέντες παραπάνω μαζί της, όχι πάντα καλές, γνωρίζουμε ότι και ήθος έχει και εντιμότητα, γι’ αυτό και έχουμε εκπλαγεί με τη δική της στάση στη συγκεκριμένη «στιγμή».
Οφείλει σίγουρα, πρωτίστως στον εαυτό της, σκληρή αυτοκριτική και ταπεινότητα. Αλλά και εμείς οφείλουμε να έχουμε μέτρο στο «ανάθεμα». Δεν θα λυθεί το πρόβλημα του σεξισμού στα media και την κοινωνία αν ποδοπατήσουμε και εξαφανίσουμε μια γυναίκα που, μάλιστα, στο πρόσφατο παρελθόν το έχει καταγγείλει και αναδείξει. Ούτε αν τη βάζουμε στο ιδιο κάδ(ρ)ο με τους άλλους παρουσιαστές βοηθάει. Δεν είναι τόσο ότι αδικούμε εκείνη (που στο κάτω κάτω πρώτη αδίκησε τον εαυτό της), αλλά κυρίως ότι «ανεβάζουμε» και τους άλλους. Δεν τους αξίζει.
Πιο σημαντικό όμως από τους δημόσιους εκφραστές του είναι το πραγματικό πρόβλημα. Δεν μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, το ξέρω, αλλά κάπως έτσι, όπως δηλαδή ο Λιάγκας και το παρεάκι του, αντέδρασαν πολλοί, ίσως και οι πιο πολλοί, στο άκουσμα της είδησης. Αυτό δεν δικαιολογεί σε κανέναν βαθμό τους τηλεπαρουσιαστές, αφού άλλος είναι θεωρητικά ο ρόλος τους, ενώ υπάρχουν νόμοι και κανόνες που έχουν υποχρέωση να σέβονται – εφόσον δεν σέβονται τους εαυτούς τους.
Από την άλλη, αν δεν παραδεχθούμε ότι η παρακμιακή αυτή εικόνα δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό αλλά αποτέλεσμα της επικρατούσας αντίληψης στην κοινωνία, τότε κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα και ανοίγουμε τον δρόμο για τη «λήθη». Κυρίως, χάνουμε μια ευκαιρία να μιλήσουμε για τον σεξισμό και όσα τον επιβάλλουν, τον δικαιολογούν και, στο τέλος, τον «αθωώνουν» μέσα από πλάκες, ανέκδοτα και άλλα καθημερινά, που για όσους δεν τον βιώνουν μπορεί να είναι απλώς «ελαφρότητες».
Ναι, το θέμα είναι μεγάλο, έχει ρίζες βαθιές στον «πολιτισμό» μας, στον τρόπο που ανατρεφόμαστε, στις πατροπαράδοτες «αξίες» μας. Ε και; Ας ξεκινήσουμε από εκεί.
Ας δούμε πώς η ίδια η μέση ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει τον γιο και την κόρη σε ό,τι αφορά τις ερωτικές σχέσεις, τον γάμο, τον ρόλο τους μέσα σε αυτή…
Πώς η Εκκλησία «λειτουργεί» στην εμπέδωση αυτή της νοοτροπίας.
Τι (ΔΕΝ) μαθαίνουν τα παιδιά στα σχολεία και πώς τα εκπαιδευτικά όργανα αρνούνται να υπηρετήσουν τον διαφωτιστικό και προοδευτικό σκοπό της ύπαρξής τους και αρκούνται στα όσα «δεν ενοχλούν» (κυρίως την Εκκλησία και την «οικογένεια»…).
Να πάμε και στα δικά μας; Πώς τα ΜΜΕ προβάλλουν το αίμα και το σπέρμα (το είδαμε…), πώς «πουλάνε» τους βιασμούς στο πρωτοσέλιδο και τη home page, πώς ενισχύουν σταθερά την εικόνα της γυναίκας-ερωτικό αντικείμενο και του άνδρα-ματάκια, ακόμη και μέσα από τα δελτία ειδήσεων. Πώς «χαϊδεύουν» τα στερεότυπα για τα δύο φύλα.
Να αναρωτηθούμε γιατί ο άντρας «πηδάει» και η γυναίκα «πηδιέται».
Αν μας φοβίζει ο όγκος του προβλήματος ή αν απλώς βαριόμαστε να το συζητήσουμε έστω, με σκοπό να το αντιμετωπίσουμε στη ρίζα του, τότε ας αφήσουμε τους Λιάγκες στον κόσμο τους (κυριολεκτικά) και στο ΕΣΡ. Και ας παραδεχθούμε πως είμαστε και εμείς ένα μέρος του, που εκτονώνει τις τύψεις του στις πλάτες της κάθε Γκαγκάκη.
Ακόμη και τότε, πάντως, υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, τουλάχιστον όσοι είμαστε γονείς ή επηρεάζουμε παιδιά: Να φροντίσουμε να απαιτούν ισότιμες και υγιείς σχέσεις. Να γνωρίζουν ξεκάθαρα ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Να τα προτρέπουμε να μη φοβούνται να πάνε ανοιχτά κόντρα στο «ρεύμα» όταν κάτι δεν τους κάθεται καλά. Και να τα στηρίζουμε όταν παραδέχονται τα λάθη τους – όχι, βέβαια, «αντρίκεια».