Η κρίση που κατέληξε στον τωρινό διαμελισμό της Ουκρανίας και στην εισβολή των Ρώσων ως ειρηνευτών μπήκε στην τελική φάση της το 2014. Τότε οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας μίλησαν πρώτη φορά για αποσκίρτηση, τότε εκδιώχθηκε ο Γιανουκόβιτς από το Κίεβο, τότε η Ρωσία άρχισε να τροφοδοτεί συστηματικά τις επαρχίες Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ με όπλα και ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες. Εκείνο το μακρινό (;) 2014 που ο κόσμος κράτησε πάλι την ανάσα του μπροστά στην πιθανότητα ενός ευρύτερου πολέμου, διενεργήθηκε μια διεθνής έρευνα από το German Marshall Fund για τις πεποιθήσεις των δυτικών απέναντι στην ουκρανική κρίση.
Οι Ελληνες ήμασταν οι μόνοι σε όλον τον δυτικό κόσμο που ταχθήκαμε υπέρ των Ρώσων και εναντίον των Ουκρανών. Συγκεκριμένα, ενώ το 71% των Αμερικανών και το 68% των Ευρωπαίων είχαν αρνητική άποψη για την Ρωσία, οι Ελληνες τάχθηκαν πλειοψηφικά υπέρ της, με μόλις 44% να υποστηρίζουν την Ουκρανία στην αντιπαράθεση των δύο χωρών. Επρόκειτο για μια εκπληκτική παραφωνία, που μόνο εν μέρει δικαιολογούνταν από την τότε συγκυρία. Το 2014 ήμασταν στην κορύφωση της ντόπιας αντιδυτικής υστερίας λόγω μνημονίων, που κατέληξε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και στο «κορόνα-γράμματα» της χώρας το 2015.
Δικαιούμαστε να πιστεύουμε ότι από το 2014 ως σήμερα κάτι μάθαμε; Αμφιβάλλω. Ο Πούτιν δεν μας έσωσε τότε από τα αρπακτικά της Δύσης που «έκλεβαν» τον πλούτο μας, ούτε τα δισεκατομμύρια της Gazprom έρευσαν στα εθνικά μας ταμεία, ενώ μόλις ο Λαφαζάνης αναζήτησε τυπογραφεία με χαρτί και μελάνια για το τύπωμα δραχμών, ο Τσάρος της Μόσχας τα κάρφωσε κανονικά στον Ολάντ. Παρά την πικρή γνώση που (για μια ακόμα φορά) αποκομίσαμε τότε σχετικά με τον ρόλο της Ρωσίας και τη δυνατότητα/διάθεση της να μας βοηθήσει, καλά θα κάνουμε να μην πιστεύουμε ότι εκείνο το θλιβερά ελληνικό 44% υπέρ του ξανθού γένους έχει αλλάξει καθοριστικά.
Ρίξτε μια ματιά σε πολιτικούς θύλακες και σε μικρο-κόμματα σύσσωμης της ελληνικής Αριστεράς και της άκρας ή λαϊκής Δεξιάς. Ο σφοδρός αντιδυτικισμός τους, που πότε έχει τον μανδύα του αντικαπιταλισμού και πότε του αντιγκλομπαλισμού, καταλήγει σε μια κοινή, παρανοϊκή αγκαλιά των ρωσικών σχεδίων, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά παντού στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι κανένας από αυτούς που σήμερα θαυμάζουν τον Πούτιν και τις τακτικές του δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε εικοσιτετράωρο στην ίδια τη Ρωσία ή σε κάποιον από τους δορυφόρους της. Πρόκειται για απροκάλυπτες δικτατορίες δίχως ίχνος ελευθερίας.
Αλλά και επί του ίδιου του Ουκρανικού, η έμμεση ή άμεση υποστήριξη της αλλαγής υφιστάμενων εθνικών συνόρων, κανονικά θα έπρεπε να κάνει κάθε νουνεχή Ελληνα να ανατριχιάσει. Ακόμα και η κουτσή Μαρία αντιλαμβάνεται ότι η διεθνής επικράτηση του δικαίου του ισχυρότερου και του θρασύτερου θα τοποθετούσε την Ελλάδα στην θέση του δυνητικού θύματος και όχι του θύτη. Οταν δικαιολογούμε τον Ρώσο που επεμβαίνει στρατιωτικά για να υπερασπιστεί, δήθεν, μια μειονότητα στην επικράτεια ενός άλλου κυρίαρχου κράτους, πώς μετά θα καταδικάσουμε την Τουρκία που λέει ότι έκανε ακριβώς το ίδιο στην Κύπρο το 1974;
Κι όταν δικαιολογούμε τη Ρωσία στην επιδίωξή της να επιβάλει διά των όπλων ζώνες επιρροής γύρω της, ερήμην μάλιστα των λαών που κατοικούν σε αυτές, τι, αλήθεια, δικαίωμα θα έχουμε ως Ελληνες να αντιδράσουμε στο δόγμα της τουρκικής «γαλάζιας πατρίδας» που στηρίζεται στην ίδια ακριβώς λογική; Είναι τόσο προφανή όλα αυτά για όποιον διαθέτει στοιχειώδη εθνική οπτική, που είναι απορίας άξιον πώς σκέπτονται κάποιοι εγχώριοι πολιτικοί και πολιτικολογούντες. Εκτός κι αν δεν έχουν εθνική οπτική.