Στο σπίτι μου έχω εδώ και πολλά χρόνια έναν βραστήρα. Μας τον είχαν δώσει σε μία παρουσίαση προγράμματος του Alter, πριν από δέκα χρόνια και βάλε. Το Alter μπορεί να πέθανε, αλλά ο βραστήρας εκεί, αθάνατος. Κάθε πρωί που φτιάχνω τσάι, σκέφτομαι χωρίς να το θέλω, το Alter. Ετσι γινόταν στις «καλές εποχές» των καναλιών. Πήγαινες σε μία συνέντευξη Tύπου και γύριζες με ολόκληρα προικιά. Από το Mega, που, δυστυχώς όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να συναντήσει το Alter στη γειτονιά των αγγέλων, έχω πολλά να θυμάμαι. Και δεν χρειάζομαι καμία ηλεκτρική συσκευή ως βοήθημα.
Το Mega ήταν πάντα ο καλός μαθητής, ο απουσιολόγος, χωρίς όμως να είναι σπασικλάκι. Ηταν μέσα σε όλα, και στα σοβαρά της «τάξης» και στον χαβαλέ της πενταήμερης. Η είδηση ότι ολοκληρώνει τον κύκλο του ύστερα από τόσες περιπέτειες, σηματοδοτεί σίγουρα το τέλος μίας πιο καλαίσθητης τηλεοπτικής εποχής.
Πρωτοεμφανίστηκε στις οθόνες μας στα τέλη του 1989 και κέρδισε τη θέση «4» στο τηλεκοντρόλ όλων. Στις τρεις πρώτες θέσεις τα κρατικά, στην τέταρτη το νεογέννητο Mega. Βλέπαμε και ξαναβλέπαμε το σήμα με τον ρόμβο και τα χρώματα του ουράνιου τόξου που συνοδεύονταν από εκείνη τη χαρακτηριστική μουσικούλα και, χωρίς να ξέρουμε καν τι σημαίνει «ιδιωτική τηλεόραση», προετοιμαζόμασταν για μία νέα εποχή. Με περισσότερες επιλογές και πιο ανοιχτούς ορίζοντες.
Ημουν 12 χρονών, πήγαινα πρώτη Γυμνασίου, σε έναν μήνα περίπου προετοιμαζόμασταν να μπούμε σε νέα δεκαετία. Πολλές εκκινήσεις μαζεμένες. Και κάπου εκεί, στο κατώφλι του 1990, έκανε την εμφάνισή του το «Μεγάλο κανάλι», που ακόμη και τα τελευταία χρόνια που υπολειτουργούσε, και πάλι, είχε το καλύτερο πρόγραμμα από όλα τα υπόλοιπα κανάλια μαζί.
Η έναρξη του Mega λοιπόν συνδέεται με πολλές προεφηβικές μου μνήμες. Θυμάμαι τη Λιάνα Κανέλλη να χορεύει στους τίτλους αρχής του talk show της «Ψηλά τα χέρια». Κάτι σαν τάνγκο με τον εαυτό της, πολύ προτού ασχοληθεί με την πολιτική.
Ο Νίκος Χατζηνικολάου έλεγε τις ειδήσεις, αργά και βασανιστικά. «Ημουν η χαρά του βαρήκοου συνταξιούχου» είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του, σε ένα σπάνιο ξέσπασμα αυτοσαρκασμού. Και ύστερα, ήρθαν τα σίριαλ: «Πατήρ, υιός και πνεύμα», «Τρεις Χάριτες», «Απαράδεκτοι». Ακολούθησαν πάρα πολλά ακόμη, που έκαναν το Mega, ακόμη και σήμερα, να φιγουράρει συχνά πυκνά στις πρώτες θέσεις τηλεθέασης, αφήνοντας πίσω το πρόγραμμα καναλιών που υποτίθεται ότι δεν υπολειτουργούν, αλλά λειτουργούν κανονικά.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι το Mega είναι εφτάψυχο. Και ότι το «μαύρο του Mega» θα μπορούσε να θορυβήσει πολύ περισσότερο από το «μαύρο της ΕΡΤ». Μιλάμε αισίως για 29 χρόνια τηλεοπτικής παρουσίας, τα είκοσι από τα οποία τα ζήσαμε κάτω από τη φωταγωγημένη μαρκίζα του «Λεφτά υπάρχουν».
Το 2006 το Mega είχε αποκτήσει και μασκότ: τη γάτα «Μεγκ» και τον σκυλάκο «Εγκα», που χοροπηδούσαν στους ήχους του εύθυμου τζινγκλ «Ολοι Mega!» Είχαν βγει και σε λούτρινα κουκλάκια, και μας τα μοίραζαν στην τότε παρουσίαση του προγράμματος. Τη γάτα την είχα χαρίσει σε μία φίλη με την οποία δεν κάνουμε πια παρέα. Τον σκυλάκο τον είχα κρατήσει για μένα, αλλά μάλλον εξαφανίστηκε στη μαύρη τρύπα του πατρικού σπιτιού μου. Η σεζόν 2006-2007 ήταν ουσιαστικά και η τελευταία ανέμελη τηλεοπτική σεζόν, όπως ακριβώς ήταν και το 2007 η τελευταία ανέμελη χρονιά της νεότερης -αν και γερασμένης πριν την ώρα της- ελληνικής ιστορίας. Ακολούθησε η κρίση σε όλα τα επίπεδα.
Μόνο ο βραστήρας του Alter στέκει ακόμα αγέρωχος, σε στρατηγικό σημείο της κουζίνας. Τι θα απογίνει τώρα το ερωτικό τρίγωνο της «Αναστασίας», το «Τι έγινε, ρε παιδιά» κοιτώντας κατάματα την κάμερα του Σπύρου στους «Απαράδεκτους», το «Εχω φόβο του πέους» της Ειρήνης στις «Τρεις Χάριτες», το «κύριε Μαρκορά» της Μαρίνας Κουντουράτου στους «Δύο ξένους», το ιγκουάνα «Μήτσος» του Αρη Σερβετάλη στο «Είσαι το ταίρι μου», οι ομαδικές αγκαλιές του «Παρά πέντε» που σου δημιουργούσε έστω και την ψευδαίσθηση ότι οι φίλοι θα σε σώσουν ακόμη και από ένα τρένο που έρχεται κατά πάνω σου, η ποιητική θλίψη στο «Νησί» με την αγάπη να νικάει τη λέπρα και τη λέπρα να νικάει την αγάπη;
Λένε ότι ήδη τα άλλα κανάλια έχουν δείξει ενδιαφέρον ώστε να μοσχοπουληθούν όλα αυτά και να ενσωματωθούν στο δικό τους πρόγραμμα. Δεν θα είναι όμως ποτέ ξανά το ίδιο. Το να μην τα βλέπεις και ξαναβλέπεις όλα αυτά πατώντας το «4», θα είναι σαν να σου κάνει το τραπέζι κάποιος που μπορεί να έχει πλέον στα χέρια του τη συνταγή, αλλά δεν ξέρει να μαγειρεύει.