Ενηλικιώνονται, άραγε, ποτέ τα πολιτικά κόμματα; Στον ΣΥΡΙΖΑ πριν λίγες ημέρες δόθηκε μια τεράστια ευκαιρία να αποδείξει την στροφή του προς τη μετριοπάθεια και την σοσιαλδημοκρατία: ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να παραστεί στην τοποθέτηση της πλακέτας για τα θύματα της Marfin. Του έδωσε, με άλλα λόγια, μια αφορμή να «συστηματοποιηθεί» συμβολικά, να βγάλει από πάνω του ένα από τα πιο γκρίζα σημεία της συριζαϊκής ιστορίας —την πολιτική ατολμία εκείνων των ημερών, το χάδι πάνω από τα παιδιά με τα καδρόνια και τις μολότοφ.
Η παρουσία Τσίπρα στην εκδήλωση θα διαρκούσε μόλις λίγα λεπτά. Δεν θα ήταν μόνο μια αλλαγή σελίδας από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση στα πρώτα χρόνια της κρίσης, έκλεινε το μάτι στην βία. Θα ήταν ένα mea culpa για την πολιτική συμπεριφορά που τον έφερε στην εξουσία, το πρώτο βήμα για να προσεγγίσει τους σκληρούς παπανδρεϊκούς που απαιτούν μια «συγγνώμη» για τις πλατείες, τις κρεμάλες και τους «γερμανοτσολιάδες». Θα ήταν ο συμβολισμός μιας ενηλικίωσης, από αυτές που θα χρειαστεί το πολιτικό σύστημα (και η κοινωνία) τις ημέρες που έρχονται, για να μην ζήσει μια επανάληψη των τελευταίων δέκα χρόνων. Καλώς ή κακώς, μέχρι τις επόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η αξιωματική αντιπολίτευση που έχουμε -και θα έπρεπε να αρχίσει να φέρεται ως τέτοια.
Αν όμως ο Τσίπρας απαντούσε θετικά στην πρόσκληση θα ήταν ένας άλλος Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ. Μερικά πράγματα τελικά, δεν αλλάζουν ποτέ. Η απόφαση να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για επικοινωνιακή διαχείριση και πολιτική εκμετάλλευση των νεκρών με στόχο την «συκοφάντηση των κοινωνικών αγώνων» είναι ακριβώς η αντίδραση που θα περίμενε κανείς από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ — αυτόν που δεν πέρασε ποτέ από τα κυβερνητικά έδρανα, που πολιτευόταν για να αντιδρά και αντιδρούσε για να πολιτεύεται.
Αλλά δεν είναι η μόνη επιλογή που επιβεβαιώνει πως το σοσιαλδημοκρατικό προφίλ είναι καθρεφτάκι για τους ιθαγενείς. Ο Αλέξης Χαρίτσης, από τους σοβαρούς με τις γραβάτες, βγήκε να καταδικάσει την επέμβαση της αστυνομίας στην Αγία Παρασκευή, μιλώντας για «απαράδεκτη επίθεση σε νέους». Ο Δημήτρης Μάρδας ζήτησε να προστεθούν οι αυτοκτονίες στον αριθμό των νεκρών από κορονοϊό στην Ελλάδα.
Οι αντιδράσεις, μετά την πρώτη φάση της πανδημίας και την αναπόφευκτη συναίνεση, θυμίζουν όλο και περισσότερο την στάση του 2010 —και όσο η συζήτηση θα στρέφεται προς την οικονομία τόσο αυτή η γνώριμη αύρα θα γίνεται εντονότερη. Και είναι τόσο κρίμα που αυτό το κόμμα, που δεν ωρίμασε στο ελάχιστο μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία, έχει την θεσμική υποχρέωση να ασκεί ουσιαστική κριτική στην κυβέρνηση. Οι εξαιρέσεις των στελεχών είναι ελάχιστες, ψύχραιμες φωνές μέσα στην βαβούρα. Και σε αυτές δεν συγκαταλέγεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Ξέρει βέβαια πολύ καλά να αντιγράφει την φωνή του Ανδρέα ή το κιναλίτικο λεξιλόγιο, τον γνωρίζουν στο εξωτερικό ως τον ανυπότακτο που συμμορφώθηκε, όμως στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος που κάποτε φώναζε «go back, μάνταμ Μέρκελ και συντηρητική νομενκλατούρα της Ευρώπης». Η επιστροφή σε αυτόν τον ρόλο θα είναι πάντα τόσο εύκολη όσο το περπάτημα με ένα χιλιοφορεμένο παπούτσι που έχει πια πάρει το σχήμα του ποδιού.
Μετά από δέκα χρόνια, όμως, ακόμα και τα πιο βολικά παπούτσια θέλουν πέταμα.