| CreativeProtagon
Απόψεις

«Γαϊδούρια» νέας εσοδείας

Το αμερικανικό Time έφτασε να μιλάει εσχάτως για ολόκληρη «rudeness epidemic». Μην πάμε μακριά. Τελευταία θύματα, οι απογραφείς. Η έκθεση στο παρατεταμένο στρες βοήθησε να γιγαντωθεί ακόμη περισσότερο η επιδημία αγένειας
Λένα Παπαδημητρίου

Ηταν ένα μεσημέρι στον φούρνο της γειτονιάς μου, τον πρώτο καιρό επιβολής της μάσκας σε εσωτερικούς χώρους. «Τελειώνετε επιτέλους! Θα σκάσω!» φωνάζει στην υπάλληλο μια γυναίκα που στέκεται ακριβώς ένα λεπτό στην ουρά. Οι υπόλοιποι απλώς την κοιτάμε. Μαζί και η υπάλληλος που φοράει τη μάσκα υποχρεωτικά οκτώ ώρες ημερησίως. Ενα πρώτο, άκακο δείγμα των κακών τρόπων νέας εσοδείας. Πολύ προτού επινοηθεί ο όρος «πανδημικός μαλάκας» (pandemic jerk).

Ας το πάρουμε απόφαση. Από όλο αυτό που μας συμβαίνει, θα βγούμε πολύ περισσότερο «γαϊδούρια». Στο σπίτι, στον δημόσιο χώρο, στο Zoom. Ως ένα βαθμό, λογικό. Πόσο γκαλάν μπορεί να είσαι, δηλαδή, όταν επί δύο χρόνια κάνεις κομπαρσιλίκι σε Β-movie βιολογικού τρόμου; Αρκεί να δει κανείς το κοκτέιλ πανικού, καχυποψίας και «Μπες στο ασανσέρ και φύγε όπως ήρθες!» με τον οποίο αντιμετωπίζονται αυτές τις μέρες οι δύστυχοι οι απογραφείς (υποθέτω ότι αν υπάρξουν παιδιά που θα τολμήσουν να χτυπήσουν φέτος το κουδούνι για να πουν τα κάλαντα, θα υποχρεώνονται σε υποχρεωτική κατάποση γάλακτος και μελιού, σύμφωνα με το κλασικό περσικό βασανιστήριο).

Υποθέτω, δε, ότι άνθρωποι εκ φύσεως τραχείς θα πρέπει να είναι πραγματικά χαρούμενοι μέσα σε αυτόν τον δυσώδη βάλτο ακοσμίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα. Θυμίζω ότι ο ίδιος «εγκαθίδρυσε» πολλές από τις χοντροκοπιές της πανδημίας πολύ πριν από την πανδημία, όταν, για παράδειγμα, αρνήθηκε να ανταλλάξει χειραψία με τη Μέρκελ (2017). Tους δε δημοσιογράφους που απλώς έθεταν μια σκληρή ερώτηση (σκέτο χάδι μπροστά στη δική μας «αγενέστατη» Ολλανδή) τούς έβαζε στη θέση τους διά της «προβολής»: «Πόσο αγενής άνθρωπος είσαι…».

Επαναστάτες χωρίς αιτία

Το αμερικανικό Time έφτασε να μιλάει εσχάτως για ολόκληρη «rudeness epidemic» (επιδημία αγένειας, γαϊδουριάς αν θέλετε). Οι δικηγόροι στις ΗΠΑ παραπονούνται για πιο αγενείς πελάτες. Παρέες ανδρών έχουν φτάσει στο σημείο να ζητούν συχνά από τη σερβιτόρα στο καφέ ή στο εστιατόριο να βγάλει για λίγο τη μάσκα, προκειμένου να κρίνουν αν πρέπει ή όχι να της αφήσουν πουρμπουάρ. Δεν είναι σύμπτωση που τη μερίδα του λέοντος αυτής της γενικευμένης (και εξαιρετικά μεταδοτικής) ασχήμιας, την εισπράττουν οι εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτοί δηλαδή που επωμίζονται συχνά πλέον και το αποτρόπαιο καθήκον της υγειονομικής επιτήρησης. «Οι άνθρωποι νιώθουν σχεδόν ότι δικαιούνται να είναι αγενείς απέναντι σε εκείνους που δεν βρίσκονται σε θέση εξουσίας» λέει στο Time o Χανς Στάινερ, ομότιμος καθηγητής της Ψυχιατρικής στο Στάνφορντ. «Ειδικά όταν εκείνοι έρχονται να τους υπενθυμίσουν ότι πρέπει να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες για την απαλλαγή όλων από την πανδημία».

Είναι, με άλλα λόγια, πολύ πιο εύκολο να μιλήσεις σκαιά στην ταξιθέτρια που σκανάρει το πιστοποιητικό νόσησής σου, στην αεροσυνοδό που σε εκλιπαρεί να ανεβάσεις λίγο πιο πάνω «τη μασκούλα», στον σερβιτόρο που σου ζητάει με τρόπο να κρατήσεις τις αποστάσεις ή στον σεκιούριτι στην είσοδο του μπαρ που σου λέει να βάλεις εκεί που ξέρεις το ψεύτικο πιστοποιητικό εμβολιασμού σου. Η λογική είναι ότι κανείς δεν πρέπει να κάνει ήσυχος τη δουλειά του, όταν εσύ (και μόνο εσύ) τραβάς τόσο καιρό τα πάνδεινα. Μια νοσηλεύτρια σε διαγνωστικό κέντρο, μου έλεγε ότι κάποιοι που πηγαίνουν για rapid ή μοριακό τής λένε: «Βάλ’ το ίσα ίσα».

Οχι ότι δεν υπήρχε και πριν. Απλώς, μεσούσης της πανδημίας, μαζί με την έκθεση στο παρατεταμένο στρες και τη συσσωρευμένη οργή, η έλλειψη ευπρέπειας απέκτησε και μια επίφαση επαναστατικότητας, μια εσάνς «πολιτικής ανυπακοής». Την κατάσταση δυναμιτίζει ακόμη περισσότερο η κατάργηση της φυσικής παρουσίας, ιδιαίτερα στο εργασιακό σύμπαν. Φετινή μελέτη οργανωτικών ψυχολόγων στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Πόρτλαντ σε δείγμα 35.000 εργαζόμενων κατέδειξε την πρόσφατη έκρηξη κακών τρόπων στην εργασία. Βασικοί λόγοι το burnout, η συναισθηματική εξάντληση, ο υπερβολικός φόρτος εργασίας και, φυσικά, το αίσθημα ανασφάλειας για τη θέση εργασίας.

Τον περασμένο Ιούλιο, το Netflix απέλυσε τρεις διευθυντές μάρκετινγκ για απρεπή σχόλια απέναντι σε συναδέλφους. «Ηταν επικριτικά, προσωπικά σχόλια εις βάρος συναδέλφων, ακόμα και στη διάρκεια συσκέψεων, την ώρα που ο άλλος μιλούσε ή έκανε παρουσίαση» σχολίασε στο LinkedIn o συν-CEO της πλατφόρμας, Τεντ Σαράντος.

Εσο άγαρμπος, όχι αγενής

Ενα επιπλέον πρόβλημα είναι το τι συνιστά σήμερα ευγένεια. «Ειδικά στην αρχή, οι άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να είναι ευγενικοί» γράφουν στο βιβλίο τους «Civility During Covid» οι Ματέο Μπινότι και Στίβεν Τ. Ζεκ, του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μόνας στη Μελβούρνη. Στην αρχή, ναι, ήμασταν άμαθοι. Τώρα, όμως, που πέρασε ο καιρός, η χοντροκοπιά γίνεται απολύτως εσκεμμένα.

Προφανώς πολλοί παλιοί κανόνες δεν ισχύουν, πλέον, π.χ., ουδείς θεωρεί ευγενικό να σου κρατήσει την ασήκωτη εξώπορτα της πολυκατοικίας, πολύ απλά γιατί κανείς δεν επιθυμεί να αγγίζει για παρατεταμένο διάστημα μια πόρτα. Επίσης, χάθηκε παντελώς η καταφυγή στην καλοσύνη των ξένων. Τέρμα, δηλαδή, εκείνες οι μίνι, λυτρωτικές στιχομυθίες με αγνώστους στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο σινεμά. Ο «ξένος» είναι πια τόσο μιαρός, όσο τον βλέπει η νεαρή μάνα στους ειδεχθέστερους εφιάλτες της.

Οι δε στιγμές αμηχανίας είναι άπειρες. Οταν, λόγου χάρη, ζητάς επιμόνως να σου εξηγήσει κάποιος γνωστός γιατί έχει κάνει από τώρα την τρίτη δόση (χωρίς να σου περνάει λίγο από το μυαλό ότι μπορεί να μη θέλει να σου ανακοινώσει ότι ανήκει στις ευπαθείς ομάδες). Ή το απλούστερο: όταν σου ανακοινώνει κάποιος ότι είναι θετικός στον ιό. Πώς πρέπει τελικά να αντιδράσεις: α) να του κάνεις ανάκριση τρίτου βαθμού κάτω από ναζιστικούς προβολείς για να ανακαλύψεις που και πώς το κόλλησε; β) να τον αφήσεις στην ησυχία του γ) να τον μουρλάνεις στα τηλέφωνα και την ανησυχία;

Υπάρχουν και οι κωμικές καταστάσεις. Μια φίλη που συνηθίζει να κοιτάζει χαμογελώντας μωρά σε καρότσια, συνειδητοποίησε ότι εισέπραττε δολοφονικά βλέμματα από μαμάδες, διότι, πώς να το κάνουμε, το χαμόγελο δεν φαίνεται πίσω από τη μάσκα.

Νέα «ετικέτα»

Το πιο δύσκολο, βέβαια, είναι προσαρμοστείς στην ιλιγγιωδώς ανανεούμενη «ετικέτα» του κορονοϊού. Ηδη έχουμε κάνει κάμποσες προσαρμογές. Δείτε, ας πούμε, πόσο διαολεμένα υπομονετικοί έχουμε γίνει (οι περισσότεροι τουλάχιστον) στις ουρές ή όταν περιμένουμε κάποιον να απομακρυνθεί από το στενό διάδρομο του σουπερμάρκετ. Οχι από αβρότητα, φυσικά, αλλά επειδή τρέμουμε για το τομάρι μας. Η αλήθεια είναι ότι καθώς προέχει η υγεία, οι πολλές αβρότητες δεν είναι και τόσο απαραίτητες. Πολλοί, μάλιστα, εκλαμβάνουν τους δικούς σου καλούς τρόπους ως «κριτική» για τους δικούς τους κακούς.

Οι δε γκρίζες ζώνες, πολλές. Για παράδειγμα, όχι, δεν είναι αγενές να ρωτήσεις κάποιον αν έχει κάνει το εμβόλιο, όταν π.χ. σε καλεί σε δείπνο στο σπίτι του με άλλους πέντε.

Είναι, όμως, άραγε «χοντράδα» να του ζητήσεις να ανοίξει τέρμα –με τόση παγωνιά έξω– το παράθυρο στο σαλόνι; Ή είναι προσβλητικό να φορέσεις τρελαμένος τη μάσκα σου μόλις εμφανιστεί στη διάρκεια του γεύματος ο 13χρονος ανεμβολίαστος γιος του;

Οι ειδικοί συνιστούν να πατά κανείς με ευνσυναίσθηση και στοιχειώδη ευπρέπεια πάνω στα μικρά, κοφτερά κομμάτια γυαλί της πανδημικής κοινωνίας. Δείτε, για παράδειγμα, την ήπια αντίδραση του μπασκετμπολίστα Ιωάννη Παπαπέτρου, όταν δημοσιογράφος τον προσφώνησε κατά λάθος «Papandreou». Η γενική συμβουλή θα μπορούσε να είναι: «Τέτοιες εποχές μπορείς να είσαι όσο “άγαρμπος”‚ ή γεροπαράξενος θες, δεν χρειάζεται να γίνεσαι και γαϊδούρι».