Νομίζω πως, με δυο λέξεις, αυτή είναι η αιτία της μεγάλης ήττας της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωπαϊκές και τοπικές εκλογές της Κυριακής. Εχω διαβάσει πολλές αναλύσεις για τους λόγους που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα -με τις περισσότερες συμφωνώ. Ομως, το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου όταν οριστικοποιήθηκε η πολύ μεγάλη διαφορά, και βγήκε ο Πρωθυπουργός να κάνει την δήλωσή του από την Κουμουνδούρου σε μια κάμερα, είναι μια εικόνα. Αυτή:
Σε κάποια συνέντευξη Τύπου, ο κομματικός δημοσιογράφος του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Αρβανίτης, που εξελέγη και ευρωβουλευτής χθες, έλεγε με ύψος κάπως αυτάρεσκο και πολύ αλαζονικό ότι τον ενοχλεί ιδιαίτερα που κάποιοι ξένοι δημοσιογράφοι «λένε τον πρωθυπουργό της χώρας μου μαλάκα» -αναφερόταν στον Αντώνη Σαμαρά. Το κακό, συνέχισε, «δεν είναι επειδή τον είπανε μαλάκα, αλλά επειδή είναι!».
Αυτό, πρέπει να συνέβη κάπου κοντά στις προηγούμενες ευρωεκλογές, και οπωσδήποτε πριν την ανέλιξη του Τσίπρα στην εξουσία. Ημουν τότε σε περιβάλλον δημοσιογραφικό, με πάρα πολλούς Συριζαίους γύρω-γύρω, και ξέσπασαν όλοι σε χειροκροτήματα. Εμαθα δε, ότι η περίφημη πια «ρήση Αρβανίτη», άρεσε πολύ και στον μετέπειτα Πρωθυπουργό, και στον γνωστό περιβάλλοντα χώρο του.
Ο ίδιος αυτός κύκλος όμως, επέκρινε έντονα τον Αντώνη Σαμαρά όταν, λίγους μήνες μετά, έχοντας χάσει την εξουσία, δεν συνεχάρη τον αντίπαλό του και δεν πήγε να του παραδώσει, ως είθισται, το Μέγαρο Μαξίμου. Νομίζω πως ήταν λάθος του πρώην Πρωθυπουργού, αν και καταλαβαίνω το σκεπτικό του, όπως μου μεταφέρθηκε από πολύ κοντινό του πρόσωπο, ότι «πώς μπορώ να συγχαρώ έναν άνθρωπο που ουσιαστικά, μέσω ενός φερέφωνού του, που ουδέποτε αποδοκίμασε, με είπε δημοσίως μαλάκα».
Ετσι, από τη μία μεριά είχαμε αποθέωση της αγένειας και της πολιτικής αλαζονείας, και από την άλλη ένα δικαιολογημένο «πικάρισμα», που όμως δεν έπρεπε να εμποδίσει τον θιγμένο να δείξει ανωτερότητα.
Αυτή η εικόνα εν πάση περιπτώσει, μεγεθύνθηκε πολύ έκτοτε. Η αλαζονεία του Αρβανίτη και των άλλων που πανηγύριζαν τότε, πήρε μεγάλες διαστάσεις, και εκφράστηκε πια ανοικτά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, και τους περισσότερους συνεργάτες του – είναι ελάχιστοι αυτοί που έχω ξεχωρίσει ως κόσμιους και προσγειωμένους.
Η έπαρση, ότι «εμείς είμαστε, αν σας αρέσει», ήρθε κι έδεσε με την αλαζονεία. Τα δύο μαζί, φανέρωσαν διάχυτα την συνειδητά ακολουθούμενη πολιτική του διχασμού. Το ανάλογο ύφος συνόδευε κάθε εξαγγελία, δήλωση και τοποθέτησή τους. Το «εμείς και εσείς», δεν ήταν απλώς σλόγκαν, έγινε και πολιτικό application. Δηλαδή, μπήκε σε εφαρμογή. Το είδαμε και το νοιώσαμε σε άπειρες εκφάνσεις. Είχε και πολλά πρόσωπα (Πολάκης, Καμένος, Κοτζιάς, Παππάς, Σκουρλέτης, Τζανακόπουλος, Σπίρτζης, Γαβρόγλου, Γεροβασίλη, Παπαδημούλης από την Ευρωβουλή, Κατρούγκαλος πριν πάει στο ΥΠΕΞ, κλπ), αλλά έναν κύριο εκφραστή, τον «τώρα μιλάει ο Πρωθυπουργός, και θα καθίσετε να τον ακούσετε».
Νομίζω πως «αυτό» του έχασε τις εκλογές. Οτι αισθανόταν συνεχώς την ανάγκη να κάνει bullying στους αντιπάλους του, προφανώς για να ικανοποιήσει την κομματική του κερκίδα, αλλά και να εξαγριώσει και να μπερδέψει την κοινή γνώμη. Είχε ανάγκη επιβεβαίωσης.
Κάθε του ανακοίνωση από το Μέγαρο Μαξίμου (και τις έχω φυλάξει όλες), αρχίζει με έναν … «επιθετικό προσδιορισμό». Οποιο θέμα και εάν ήταν στην ημερήσια διάταξη, έβρισκε τον τρόπο με διάφορες προπαγανδιστικές αλχημείες να το παρουσιάζει με το υποβόσκον δίλημμα «ή τους τελειώνουμε, ή μας τελειώνουν». Η συνεχής δε επίκληση του αμαρτωλού παρελθόντος όλων των αντιπάλων του, φάνηκε τελικά πως κούρασε τον κόσμο, που το έδειξε πολύ καθαρά και στις κάλπες της Κυριακής. Το «εμείς είμαστε με τους πολλούς», (απόλυτα συμβατό και αυτό με την «έπαρσης» του τίτλου), δεν έπεισε τελικά.
Η κορυφαία, πάντως, στιγμή αμηχανίας της τωρινής κυβέρνησης, εκδηλώθηκε στην τραγωδία στο Μάτι. Εκεί, στην περίφημη μεταμεσονύκτια σύσκεψη στο Επιτελείο Επιχειρήσεων, η αλαζονεία και η έπαρση έδωσαν τόπο (προσωρινά) στην πλήρη ανικανότητα. Τρύπωσε φόβος μες τις ψυχές των ανθρώπων, διότι κατάλαβαν, συνειδητοποίησαν, ότι με αυτήν την πολιτική ηγεσία δεν αποκλείεται τέτοιο κακό να ξανασυμβεί.
Οι συμπεριφορές που ακολούθησαν, και ενώ ακόμα έβγαινε καπνός από την κόλαση εκείνης της περιοχής, ξανάβγαλαν στην επιφάνεια το δίπτυχο «έπαρση και αλαζονεία». Θυμόμαστε τον, δικό του ακόμα, Καμένο που μάλωνε τους κατοίκους εκεί. Θυμόμαστε την ένταση με την οποία ο ίδιος ο Πρωθυπουργός (υπακούγοντας σε ποιο επικοινωνιακό σαΐνι, δεν ξέρω) πήγε να γυρίσει αλλού το πρόβλημα, ρίχνοντας τις ευθύνες στους καταπατητές οικοπέδων, στα αυθαίρετα, στους ίδιους τους πολίτες, και λοιπά, και προαναγγέλλοντας μέτρα για την άμεση κατεδάφιση των παρανόμων κτισμάτων σε όλη την Ελλάδα.
Εμεινε εκεί, και αυτή η εξαγγελία. Οπως και τόσες άλλες. Μαζί με τον καπνό που αφήνει πίσω της πάντοτε μια εξάτμιση πειραγμένη, που κάνει και πολύ κρότο…