Oταν τρεις ένστολοι μαντραχαλάδες πατάνε επί δεκάλεπτο στον σβέρκο έναν δύστυχο μαύρο, δεν έχουμε δίλημμα για το στρατόπεδο που διαλέγουμε. Είμαστε με το θύμα και όχι με τους φονιάδες. Οταν όμως δυο 23χρονες αφγανές μανάδες στη Μόρια πιάνονται στα χέρια επειδή τσακώθηκαν τα παιδιά τους και η μία σφάζει την άλλη με φαλτσέτα που έβγαλε απ’ τις πιέτες της λουλουδάτης φούστας της, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Τι στρατόπεδο να διαλέξεις εκεί, με ποιον να πας και ποιον να καταδικάσεις; Οσο πιο κοντά, τόσο πιο δύσκολα, όσο πιο πολύ μας αφορά το πρόβλημα, τόσο περισσότερο δαγκωνόμαστε γεμάτοι αμηχανία.
Ζούμε πια σε έναν κόσμο που γκρεμίζει σταθερές και παγιωμένα δόγματα, σε έναν κόσμο ασταθή και επίφοβο. Ανθρώπινα λεφούσια κινούνται από το σκοτεινό και πεινασμένο μέρος του πλανήτη προς το φωτισμένο και χορτασμένο, ενώ στο εσωτερικό των αναπτυγμένων κοινωνιών μας «οι μειοψηφίες, τάγματα ξυπόλυτα, σκαρφαλώνουν μέσα, σε σκοτάδια απόλυτα» όπως τραγουδούσε κάποτε ο Νιόνιος. Τις πορείες των απελπισμένων στα πέρατα του πλανήτη τις βιώνουμε ως δικές μας, τις κοινωνικές εξεγέρσεις των μακρινών καταφρονεμένων τις υποστηρίζουμε. Αλλά όταν τις βλέπουμε στην αυλή μας;
Προχθές, κάποιοι κάτοικοι της Μαλακάσας έκλεισαν τον εθνικό δρόμο. Δεν αντέχουν πια αυτά που συμβαίνουν στις γειτονιές τους από τους ενοίκους της δομής μεταναστών της περιοχής τους. Ανθρωποι της διπλανής πόρτας, έφαγαν χημικό και ξύλο, κάποιοι συνελήφθησαν. Τους βλέπουμε από απόσταση, δεν θέλουμε δα να μας πουν και ακροδεξιούς. Αλλά η απόστασή μας από αυτούς δεν είναι μόνο ψυχολογική ή πολιτική, είναι πρωτίστως χιλιομετρική. Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε πιωμένους (φανατικούς μουσουλμάνους, που κατά τα άλλα δεν πίνουν) μετανάστες, δεν έγιναν εκεί που παίζουν τα δικά μας παιδιά, αλλά στην πλατεία της Μαλακάσας. Οπότε έχουμε την πολυτέλεια να δούμε το ζήτημα πιο μακροσκοπικά.
Η Ομόνοια κάποτε ήταν απλησίαστη για τον αθηναίο περιπατητή. Τη λυμαίνονταν συμμορίες Αλγερινών που είχαν τον έλεγχο των ναρκωτικών και ομάδες Κεντροαφρικανών που διακινούσαν ανήλικα αναλφάβητα κοριτσάκια, τα οποία απειλούσαν με βουντού στις οικογένειες τους αν τυχόν και δραπέτευαν. Η Ομόνοια καθάρισε. Ξέρουμε πόσους από αυτούς πάτησαν τρεις δικοί μας αστυνομικοί στον σβέρκο επί δεκάλεπτο; Προφανώς ανάμεσα στους πατημένους συμμορίτες θα υπήρξαν και απλοί, έντιμοι μετανάστες, που η μούρη τους τρίφτηκε αδίκως στο χώμα. Δεν θέλουμε να ξέρουμε. Εμείς θέλαμε την Ομόνοια καθαρή και δικαίως. Ετσι είναι ο άνθρωπος. Αλλα είναι τα κριτήριά του για την πλατεία Βάθη και άλλα για τη Μινεάπολη των ΗΠΑ, εξαρτάται από το πού κοιμάται το βράδυ.
Τον Τραμπ, που καταχεριάζει τους τοπικούς κυβερνήτες ονομάζοντάς τους ηλίθιους και ανίκανους να επιβληθούν στους ταραξίες, τον μουντζώνουμε ομαδικώς. Τον Χρυσοχοΐδη, όμως, που εδώ επιβάλλεται χωρίς πολλά πολλά, το 70% των Ελλήνων τον έχει πρώτη μούρη. Φυσικά. Αυτή την εντολή τού έδωσε το εκλογικό σώμα, αυτό κάνει. Αλλιώς θα τον λέγαμε χαχαμίκο και ανήμπορο σαν τον Τόσκα ή γελοίο σαν την Παπακώστα που παρίστανε την υπουργό επί της τάξης. Αυτόν που καίει αμάξια στην Ουάσινγκτον τον λέμε προϊόν της κοινωνικής αδικίας, αυτόν που καίει τρόλεϊ στην Πατησίων τον λέμε Ρουβίκωνα και απορούμε πώς κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος.
Δικαίως κριτικάρουμε τις τρομερές ανισότητες της καπιταλιστικής μητρόπολης που τώρα καίγεται. Είναι δυνατόν να εγκρίνουμε ένα σύστημα όπου το 50% της αύξησης του πλούτου, από το 2000 ως σήμερα, πήγε στο 1% του πληθυσμού; Οχι βέβαια, αλλά όπου δεν υπάρχει πρόνοια για ισότητα της διανομής των οικονομικών αποτελεσμάτων, αυτά συμβαίνουν. Ναι, αλλά εμείς στις τελευταίες εκλογές, στο δίλημμα «ισότητα ευκαιριών ή ισότητα αποτελεσμάτων», ψηφίσαμε αναφανδόν το πρώτο. Καθότι τη Συριζαϊκή δήθεν ισότητα αποτελεσμάτων τη ζήσαμε στο πετσί μας και τη σιχαθήκαμε. Δεν είμαστε εμείς για τέτοια.
Τι τα θέτε, αγαπητοί μου; Οι θεωρίες μας προσαρμόζονται στις ανάγκες μας και όχι αντιστρόφως. Αλλιώς θα ήμασταν μια κοινωνία ιδεολόγων φανατικών, ανήμποροι να επιβιώσουμε σε έναν πλανήτη συγκρούσεων, ανισοτήτων, κορονοϊών και ευκαιριών. Εκαστος εξ ημών έχει μέσα του έναν Τραμπ και έναν Ομπάμα, έναν Κυριάκο και έναν Αλέξη. Και ανασύρουμε κάθε φορά όποιον μας βολεύει. Διότι από αυτούς τους τέσσερις, εμείς αγαπάμε πραγματικά μόνο τον πέμπτο. Τον εαυτό μας.