Η παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή που κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στο πολιτικό σκηνικό των δημοκρατικών χωρών της Δύσης έχει αρχίσει εδώ και καιρό να ξεθωριάζει. Μαζί της και ο κλασικός δικομματισμός. Ακόμη κι εκεί που τα παλαιά κόμματα παραμένουν ισχυρά, η ισχύς τους οφείλεται συνήθως στην οβιδιακή τους μεταμόρφωση. Οταν δείχνουν δυνατότητες προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, επιβιώνουν. Οταν μένουν προσκολλημένα σε ξεπερασμένες ετικέτες και στερεότυπα, εξαφανίζονται. Κι αυτό δεν σημαίνει το τέλος των ιδεολογιών, όπως πιστεύουν ορισμένοι. Σημαίνει, απλώς, το τέλος των ψευδαισθήσεων.
Αυτό που συνέβη στον πρώτο γύρο των Γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι χαρακτηριστικό των καιρών που διανύουμε. Τα δυο κόμματα με τα οποία ταυτίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος επί πολλές δεκαετίες (η Γκωλική Δεξιά και οι Σοσιαλιστές), συγκέντρωσαν συνολικά λιγότερο από το 7% των ψηφοφόρων (4,8 η δεξιά Πεκρές και 1,8 η σοσιαλίστρια Ινταλγκό). Στην πραγματικότητα οι Γάλλοι έβαλαν τέλος με την ψήφο τους σε μια παλιά διαχωριστική γραμμή που δεν υπάρχει πια, ανάμεσα στην Κεντροδεξιά και τους Σοσιαλιστές (άλλωστε Πεκρές και Ινταλγκό ταυτίζονται στο δεύτερο γύρο, στηρίζοντας τον Μακρόν έναντι της Λεπέν). Ταυτόχρονα όμως χάραξαν με πολύ καθαρό τρόπο μια νέα διαχωριστική γραμμή που δεν αφορά μόνο τη Γαλλία αλλά τις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες. Μια γραμμή που την έχουμε δει να κάνει την εμφάνισης της ακόμη και σε χώρες με ισχυρό δικομματισμό, όπως οι ΗΠΑ.
Η νέα διαχωριστική γραμμή
Ας δούμε κάποια νέα δεδομένα για να αντιληφθούμε ποια είναι αυτή η νέα διαχωριστική γραμμή.
Ο αριστερός Μελανσόν το βράδυ του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία χρειάστηκε να επαναλάβει τρεις φορές, φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη, ότι οι ψηφοφόροι της Αριστεράς δεν ψηφίζουν Ακροδεξιά, δηλαδή Λεπέν! Δεν το θεώρησε αυτονόητο, γιατί δεν είναι. Αλλωστε, η ίδια η Ακροδεξιά Λεπέν, διεκδικώντας την ψήφο των αριστερών υποστηρικτών του Μελανσόν στο δεύτερο γύρο, χτυπάει ακριβώς εκεί που υπάρχει… φλέβα: «ψηφίστε με για να νικήσουμε τον ελιτισμό» τους λέει.
Κάτι ανάλογο έλεγε ο Τραμπ στις ΗΠΑ, κάτι τέτοιο λέει ο Σαλβίνι στην Ιταλία, η μάχη όμως κατά του «ελιτισμού» και του «συστήματος» δεν είναι προνόμιο της Ακροδεξιάς. Τη δίνει με εξίσου μεγάλη ένταση η ριζοσπαστική Αριστερά, όπως είχαμε τη ευκαιρία να διαπιστώσουμε τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα μέσω ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Μια αριστερό – δεξιά συμμαχία κατά του μνημονίου, των συστημικών κομμάτων, των ελίτ, κλπ. Εννοείται, φυσικά, ότι ο ορισμός του «ελιτισμού» και του «συστήματος» έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα. Το ποιος είναι πραγματικά λαϊκός και ποιος ελιτιστής κρίνεται στην πράξη, όπως επίσης και το ποιος είναι συστημικός και ποιος αντισυστημικός, όχι βέβαια ανάλογα με το πότε είναι στην κυβέρνηση και πότε στην αντιπολίτευση. Πάντως, για να αντιληφθεί κανείς πόσο… «τζιζ» κάνουν συγκεκριμένες λέξεις ή χαρακτηρισμοί σε «αντί ελιτίστικους» ή «αντισυστημικούς» χώρους, αρκεί να δει τι τραβάει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στον ΣΥΡΙΖΑ από τότε που ομολόγησε την «αστική» του αυτοπεποίθηση!
Ας επιστρέψουμε όμως στις διαχωριστικές γραμμές. Στη Γαλλία, που είναι το case study, βλέπουμε καθαρά να διαμορφώνεται το νέο πολιτικό σκηνικό. Ο Μακρόν, που προέρχεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, μετακινήθηκε προς τα δεξιά τα τελευταία χρόνια στα θέματα της μετανάστευσης, της εθνικής ταυτότητας και της ασφάλειας, σε τέτοιο βαθμό που η Λεπέν αναγκάστηκε να αλλάξει ατζέντα προεκλογικά και να επικεντρωθεί κυρίως στα θέματα της Οικονομίας για να τον αντιπολιτευτεί. Εκεί θεωρεί ότι μπορεί να τον πλήξει, προβάλλοντας τον εαυτό της ως υποστηρικτή των οικονομικά αδύναμων, των μη προνομιούχων και τον Μακρόν ως εκφραστή των προνομιούχων.
Τρεις πόλοι, ένα σύνορο
Ο Γάλλος πρόεδρος αποτελεί αυτή τη στιγμή την επιτομή του μεταρρυθμιστικού κέντρου στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα και η πιθανή νίκη του θα στείλει μήνυμα επικράτησης της παράταξης του πολιτικού ρεαλισμού και του ορθολογισμού έναντι αυτής του εθνολαϊκού ριζοσπαστισμού και του λαϊκισμού. Στην πραγματικότητα η Γαλλία έχει περάσει σήμερα από τον παλιό δικομματισμό (Γκωλικοί – Σοσιαλιστές) σε ένα νέο σκηνικό όπου υπάρχουν τρεις πόλοι: Η Ακροδεξιά, το Κέντρο και η ριζοσπαστική Αριστερά. Παρά το γεγονός όμως ότι οι πόλοι είναι τρεις, η διαχωριστική γραμμή είναι μια.
Από τη μια πλευρά βρίσκονται αυτοί που επενδύουν πολιτικά στην οργή, την ανασφάλεια, τις συνέπειες των διαδοχικών κρίσεων (μεταναστευτικό, πανδημία, πόλεμο, ενεργειακή κρίση, ακρίβεια) για να καλλιεργήσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, τον κοινωνικό διχασμό και την επαναφορά των ταξικών αντιθέσεων. Η δοκιμασία τους στην εξουσία κατά κανόνα τους απομυθοποιεί και αποδεικνύει ότι οι κρίσεις που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τους υπερβαίνουν και τους καθιστούν γρήγορα μέρος του «συστημικού» προβλήματος. Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως, έχουν ήδη κατακτήσει τη θέση τους στο νέο σκηνικό, στο οποίο εύκολα μπαίνουν και δύσκολα βγαίνουν.
Από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής βρίσκονται αυτοί που επενδύουν στον ορθολογισμό, στην εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των αλλεπάλληλων κρίσεων με το μικρότερο δυνατό κόστος για την Οικονομία και την κοινωνία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι «συστημικές» δυνάμεις που βρίσκονται σε αυτή την πλευρά προσαρμόζουν τα ιδεολογικά τους «πιστεύω» στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Το έχουμε δει να συμβαίνει κατ’ επανάληψη τα προηγούμενα χρόνια, το βλέπουμε ξανά τώρα. Προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση ήταν ο «τρίτος δρόμος για τον σοσιαλισμό» που επηρέασε την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (από τον Μπλερ και τον Σρέντερ μέχρι τον Σημίτη και τον Γκονζάλες). Προσαρμογή στην πραγματικότητα της μεταναστευτικής κρίσης ήταν η μετατόπιση του Μακρόν προς τα δεξιά μετά την πρώτη εκλογή του στη γαλλική προεδρία, προσαρμογή στην πραγματικότητα της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης είναι και η αντίθετη μετατόπιση που πραγματοποιεί τώρα, προς την κατεύθυνση ενός λιγότερο φιλελεύθερου και πιο κοινωνικού μοντέλου, με πολλά στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού, κοινωνικής πολιτικής και αυξημένης οικολογικής ευαισθησίας.
Ομοιότητες και διαφορές με την Ελλάδα
Τι από όλα αυτά που βλέπουμε σήμερα στη Γαλλία θυμίζει Ελλάδα; Υπάρχουν ομοιότητες και ποιες είναι οι διαφορές;
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ λαϊκισμού και ορθολογισμού ήταν δική μας πολύ πριν την ακολουθήσουν οι Γάλλοι. Τη ζήσαμε στο έπακρο με αφορμή την κρίση των μνημονίων. Επειδή όμως τελικά την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, είναι ξεκάθαρο ότι από αυτή τη μεγάλη κρίση το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα προσαρμόστηκε τελικά – έστω και βίαια – στην κατεύθυνση του ορθολογισμού. Οι λαϊκιστές έδωσαν τη μάχη τους αλλά ηττήθηκαν, όταν αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν αυτά που κατήγγειλαν. Ηττημένοι θα βγουν οι λαϊκιστές και στην Γαλλία, αν ο τελικώς Μακρόν κερδίσει άλλα πέντε χρόνια στην προεδρία και η Λεπέν χάσει για τρίτη φορά.
Ποια θα είναι όμως η συνέχεια; Με την κρίση να αποτελεί πλέον μια νέα κανονικότητα, ποιοι τελικά θα αλλάξουν μακροπρόθεσμα τη ατζέντα, τη ρητορεία και την πολιτική τους πρακτική; Οι λαϊκιστές ή οι ορθολογιστές; Μάλλον και οι δυο! Έτσι τουλάχιστον προκύπτει τόσο από το γαλλικό όσο και από το ελληνικό παράδειγμα. Η Λεπέν εμφανίστηκε πιο μετριοπαθής σε αυτές τις εκλογές κι άφησε την πολύ σκληρή ατζέντα στον άλλον ακροδεξιό υποψήφιο, τον Ζεμούρ. Ο Μακρόν, από την άλλη, έκανε πίσω μετά τον πρώτο γύρο στο θέμα της αλλαγής του ορίου ηλικίας για τις συντάξεις και έδωσε γενικότερα μεγάλη έμφαση στο κοινωνικό προφίλ της διακυβέρνησης του.
Στην Ελλάδα έχουμε επίσης αξιοσημείωτες προσαρμογές. Ο Μητσοτάκης προχωρά σε οικονομικές και κοινωνικές παροχές που πριν από λίγο καιρό θα προκαλούσαν αντιδράσεις στο φιλελεύθερο κομμάτι της ΝΔ, ενώ ταυτόχρονα με τόλμη τοποθετεί τη ΝΔ στον προοδευτικό χώρο, αρνούμενος το συντηρητικό της χαρακτήρα, που για ορισμένους είναι συνυφασμένος με το παραταξιακό της dna.
Ο Τσίπρας, από την άλλη, στο κομματικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τολμά να κάνει αυτοκριτική, σε σχέση με την οικονομική του πολιτική απέναντι στη μεσαία τάξη και στις επιχειρήσεις και παραδέχεται ότι χωρίς τη στήριξη τους δεν μπορεί να υπάρξει υγιής ανάπτυξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και καιρό ανήκει πλέον στα συστημικά κόμματα, βρίσκεται μπροστά σε μια καθοριστική φάση για το μέλλον του. Θα μπορέσει να κάνει αυτό που έκανε το ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν, όταν μετεξελίχθηκε από ριζοσπαστικό σε κεντροαριστερό κόμμα; Το πράγμα θα φανεί μόλις τελειώσει το συνέδριο και κλείσουν οι εσωκομματικές εκκρεμότητες.
Πάντως, το βέβαιο είναι ότι όσο συνεχίζονται οι προσαρμογές, μπορούμε να ελπίζουμε ότι και η νέα διαχωριστική γραμμή θα ξεθωριάσει κάποια στιγμή, όπως συνέβη και με την παλιά. Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά να μη χρειαστεί ξανά το σοκ μιας μεγάλης κρίσης για να μας γίνει πάλι το πάθημα, μάθημα!