Το 2021 ήταν για την ελληνική εξωτερική πολιτική ένα έτος ουσιαστικών εξελίξεων. Τον Σεπτέμβριο υπεγράφη η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας (που περιλαμβάνει και ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής) με τη Γαλλία, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στα μέσα Οκτωβρίου, στην Ουάσιγκτον κυρώθηκαν οι νέες λεπτομέρειες της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ που διευρύνουν το αμερικανικό στρατιωτικό αποτύπωμα στη χώρα.
Το 2021 ήταν, επίσης, η χρονιά που η Ελλάδα και η Αίγυπτος, με την ενεργό ενθάρρυνση όλων των σημαντικών παραγόντων της περιοχής (πλην Τουρκίας) και της Δύσης (πλην Γερμανίας) προχώρησαν στην απόφαση για μετατροπή των δύο χωρών σε κόμβους ενεργειακής διασύνδεσης με καλώδιο που θα ποντιστεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Είχε προηγηθεί το 2020 η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ ανάμεσα σε Αθήνα και Κάιρο που πρακτικά δημιούργησε αυτές τις συνθήκες. Κατά γενική ομολογία το τουρκολιβυκό μνημόνιο κινητοποίησε τα ευρισκόμενα επί χρόνια σε αδράνεια διπλωματικά αντανακλαστικά στην Αθήνα.
Το 2021 έθεσε τις βάσεις για ισχυροποίηση των αμυντικών σχέσεων με έναν παραδοσιακό σύμμαχο, τις ΗΠΑ. Ενώ η συμφωνία με τη Γαλλία, πέρα από τη σύσφιγξη των σχέσεων στο τομέα των εξοπλιστικών (φρεγάτες, Ραφάλ) αποτελεί ένα πρώτο παράδειγμα διμερούς συνεργασίας δύο κρατών-μελών της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ με σκοπό την αντιμετώπιση σοβαρών περιφερειακών κινδύνων και ζητημάτων. Από αυτή την άποψη, η συνεργασία Γαλλίας και Ελλάδας έχει τεράστιο ενδιαφέρον και για την ικανότητα της Ε.Ε. να προσαρμόζεται στις περιφερειακές εξελίξεις.
Το 2022 θα δείξει τον βαθμό εξέλιξης αυτών των συμφωνιών σε πρακτικό βαθμό και, κυρίως, αν είναι αρκετές για την ενίσχυση του δυτικού δικτύου ασφαλείας που επιθυμεί η Αθήνα να δημιουργήσει στην περιοχή.
Αν και από κάποια οπτική γωνία ο ορυμαγδός εξελίξεων στην εξωτερική πολιτική μπορεί να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητο σημάδι κινητικότητας και επιτευγμάτων, ευρύτερα είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επαναπαυθεί.
Τα Ελληνοτουρκικά
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια κατάσταση εσωτερικής αναταραχής, όμοια της οποίας δεν εντοπίζεται παρά μόνο αν κάποιος επιστρέψει περί τα 35-40 χρόνια πίσω. Οι κινήσεις εξομάλυνσης των εξωτερικών σχέσεων στις οποίες προχωρά η Άγκυρα γίνονται προς όλες τις κατευθύνσεις (ακόμα και προς την Αρμενία) εκτός από μία. Η Αγκυρα έχει αποφασίσει να κρατήσει αδιάλλακτη στάση έναντι της Ελλάδας και πολύ περισσότερο έναντι της Κύπρου. Παρά τη μείωση της έντασης στο πεδίο, η ρητορική παραμένει οξύτατη, κυρίως όμως η Άγκυρα επιχειρεί μέσα από επίσημους διαύλους (ΟΗΕ) να συνδέσει την κυριαρχία των νησιών στο Ανατολικό Αιγαίο με την «αποστρατιωτικοποίησή» τους. Οι κυβερνήτες της γειτονικής χώρας έχουν αποδείξει επανειλημμένως ότι δεν ανοίγουν ζητήματα τα οποία δεν σκοπεύουν να αξιοποιήσουν στο μέλλον.
Αν το 2022 ο Ερντογάν τελικά προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές αδυνατώντας να φθάσει έως το 2023, ή αν επιλέξει ότι η επίσπευσή τους δεν είναι η καλύτερη λύση, είναι ακόμα άγνωστο. Οι εξελίξεις στην Τουρκία ίσως αποδειχθούν πολύ λιγότερο σημαντικές για τα Ελληνοτουρκικά απ’ ό,τι για τις σχέσεις της Αγκυρας με τη Δύση και τον μελλοντικό προσανατολισμό της.
Υπό αυτή την ευρύτερη έννοια, λίγα θα πρέπει να αναμένονται και στο μέτωπο της Λιβύης, όπου μετά μια ακόμα αναβολή, έχουν προγραμματιστεί εκλογές για τα τέλη Ιανουαρίου. Η Λιβύη παραμένει ένα από ελάχιστα μέτωπα στα οποία ο Ερντογάν εξακολουθεί να έχει αυξημένη, αν όχι καθοριστική επιρροή.
Δυτικά Βαλκάνια και Ρωσία
Το 2022 θα αποδειχθεί ιδιαίτερα προβληματικό και για τα συμφέροντα της Ελλάδας στα Δυτικά Βαλκάνια. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα τάσσεται υπέρ της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, και στις δύο περιπτώσεις οι εξελίξεις είναι μάλλον δυσοίωνες. Στα Τίρανα δεν υπάρχει καμία ειλικρίνεια έναντι των Αθηνών για το ζήτημα που ενδιαφέρει την ελληνική εξωτερική πολιτική και εστιάζεται στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών αλλά και τη θέση της Εθνικής Μειονότητας. Τα Σκόπια βρίσκονται υπό την ομηρία ενός άτυπου βουλγαρικού βέτο, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο να αρθεί. Αν για τους Ελληνες η ψευδοϊστορική αντίληψη ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες ήταν πρόγονοι των σημερινών Σλαβομακεδόνων ήταν προβληματική, ο σφετερισμός των μεσαιωνικών ιδρυτών της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από τα Σκόπια θεωρείται στη Σόφια ακατανόητη βλασφημία.
Πέρα από τις σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το 2022 θα είναι κρίσιμο και για τις σχέσεις των Αθηνών με μια πρώην και μια ανερχόμενη υπερδύναμη. Στη πρώτη περίπτωση η Ελλάδα δυσκολεύεται να αποκτήσει μια λειτουργική σχέση με τη Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία αποτελεί τη βασική πηγή εισαγωγής φυσικού αερίου για τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Η εδραιωμένη θέση της Ελλάδας μέσα στις βορειοατλαντικές δομές τα τελευταία 70 χρόνια ούτως ή άλλως άφηνε ελάχιστα περιθώρια βελτίωσης των σχέσεων με τη Ρωσία, ιδιαίτερα με το Ουκρανικό σε κρίσιμη καμπή.
Οι σχέσεις με το Πεκίνο
Ωστόσο οι σχέσεις με την ανερχόμενη υπερδύναμη, την Κίνα, έχουν διαφορετικές αποχρώσεις. Στην Αθήνα, η στρατηγική επένδυση της κινεζικής COSCO στο λιμάνι του Πειραιά θεωρείται ύψιστης σημασίας, ωστόσο είναι απολύτως δεδομένο ότι προϊόντος του χρόνου, οι πιέσεις για χαλάρωση των δεσμών με το Πεκίνο θα ενταθούν. Το νέο «μεγάλο παιχνίδι» μπορεί να παίζεται στον Ειρηνικό, αλλά είναι απολύτως δεδομένο ότι οι Αμερικανοί θα πιέσουν για τη μείωση του κινεζικού αποτυπώματος σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γλιτώσει από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό των νέων και παλαιών μεγάλων δυνάμεων λόγω γεωγραφίας, αλλά και του γεγονότος ότι περιφερειακά αυτό το παιχνίδι έχει ήδη αρχίσει.
Κατά τα λοιπά, το 2022 είναι δεδομένο ότι στο υπουργείο Εξωτερικών σχεδιάζουν να επιτείνουν την προσπάθεια για παρουσία στην Αφρική, αλλά και σε περιοχές τις οποίες η Ελλάδα είχε αμελήσει την τελευταία 20ετία, όπως η Κεντρική Ασία αλλά και κυρίως η Ινδία.