Οι καταλήψεις σχολείων για τη «Μακεδονία», προκάλεσαν σοκ στους «προοδευτικούς» εκπαιδευτικούς. Αδυνατώντας να τις εκλάβουν ως εκδήλωση της «επαναστατικότητας» των «παιδιών» και να επιβεβαιώσουν το γνωστό κλισέ που τα θέλει να έχουν πάντα δίκιο σε αντίθεση με τους «συμβιβασμένους» ενήλικες, τις κατήγγειλαν ως υποκινούμενες. Ως δάκτυλο της Χ.Α. και κύκλων της ακροδεξιάς που εκμεταλλεύτηκαν τον αυθορμητισμό και τα πατριωτικά αισθήματα των νέων. Ε, και;
Από την άλλη, οι σαφώς ολιγότεροι «συντηρητικοί» εκπαιδευτικοί, που μέχρι χτες δήλωναν απηυδισμένοι από την «κομματικοποίηση» στα σχολεία, την απαξίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τις καταστροφές δημόσιας περιουσίας και την «απείθεια» των «νέων», άρχισαν να θριαμβολογούν για την «εθνική» ανάταση των μαθητών. Μόνο οι συνεπείς φιλελεύθεροι ανάμεσά τους ψέλλισαν κάποιες αντιρρήσεις. Ποιος τους άκουσε;
Ο ιδεολογικός προσανατολισμός των καταλήψεων επιβεβαιώθηκε στην πορείας της Θεσσαλονίκη. Το ρατσιστικό «Σκοπιανέ, Σκοπιανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ», τα «τραγουδάκια» των Ειδικών Δυνάμεων και, τέλος, το άνευ ψιμυθίων νεοναζιστικό «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» δεν άφησαν καμία αμφιβολία, ενώ ο έφιππος νεαρός διαδηλωτής ανακάλεσε στους μεγαλύτερους παράτες της Δικτατορίας.
Όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις ότι το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται και στα σχολεία, ενώ εμείς οι εκπαιδευτικοί, όπως και το πολιτικό σύστημα της χώρας, εξακολουθούμε να ξιφουλκούμε με όρους του παρελθόντος. Οπότε προκύπτουν εύλογα τα ερωτήματα: πότε συνέβη κάτι τέτοιο και πώς είναι δυνατό να ανασχεθεί;
Είναι αλήθεια, ότι η όποια «μεταστροφή» των νέων στην εθνικιστική ρητορική δεν προέκυψε ξαφνικά. Συνάδελφοι καθηγητές εδώ και καιρό σχολίαζαν χαμηλόφωνα ότι η Χρυσή Αυγή κάνει «χρυσές δουλειές», ιδιαίτερα σε τεχνικά λύκεια εργατικών περιοχών. Ελάχιστοι από αυτούς «έκαναν κάτι». Αντίθετα, η πλειοψηφία τους κάνει «το μάθημά της», χωρίς φροντίδα για τη διαπαιδαγώγηση των νέων ως δημοκρατικοί πολίτες και τον εθισμό τους στο δημοκρατικό διάλογο. Αυτά δεν συγκαταλέγονται στα πραγματικά ζητούμενα του ελληνικού σχολείου, ούτε αποτελούν μέρος της ελλιπέστατης εκπαίδευσης τους ως δάσκαλοι.
Ο λόγος που ως εκπαιδευτικοί στεκόμαστε αμήχανοι ή στηρίζουμε κατά περίπτωση τις καταλήψεις σχετίζεται με συγκεκριμένο στοιχείο της ιδεολογία μας, ανεξάρτητα από τις επιμέρους πολιτικές μας απόψεις. Έχουμε όλοι θεοποιήσει τους νέους ως κοινωνική κατηγορία που «έχει πάντα δίκιο» και ενσωματώσει το προαναφερθέν κλισέ της ροπής τους στην «επαναστατικότητα», όπως κι όλη η κοινωνία άλλωστε.
Έτσι, στεκόμαστε σχεδόν ενοχικά απέναντι στους μαθητές μας και κάνουμε τα πάντα για να τους «εξυπηρετήσουμε»: βαθμοί με το τσουβάλι, ακατανόητα ανεκτικότητα σε πράξεις βίας και βανδαλισμού στο χώρο του Σχολείου, σε σκληρές εκδηλώσεις bullying κ.ά, ενώ όλο και περισσότερο υποτιμούμε την αναγκαία απόσταση μεταξύ δασκάλου – μαθητή, αγνοώντας συστηματικά ότι ο δάσκαλός έχει ευθύνη διαπαιδαγώγησης κι αυτή πολλές φορές τον καθιστά δυσάρεστο στους μαθητές του.
Έτσι, ακόμα και μετά τις πρόσφατες καταλήψεις πολλοί από μας – ανεξαρτήτως πολιτικού -ιδεολογικού προσανατολισμού – παραβλέπουμε ότι η κυρίαρχη στην Ελληνική Κοινωνία ιδεολογία περί της «ανωτερότητας» των Ελλήνων, της «ιδιοπροσωπίας» μας ως έθνος, της «έχθρας» ή «ζήλιας» που αισθάνονται οι άλλοι λαοί για μας προωθείται και από το Σχολείο και συχνά από εμάς άκριτα. Το γεγονός ότι σ’ αυτόν τον ιδεολογικό πυρήνα προσθέτουμε ολίγον από «αριστερή» ή «δεξιά» ρητορική, σύμφωνα με τις επιλογές μας, λίγη σημασία έχει. Απλά με τον τρόπο του καθένας μας νομιμοποιεί το μύθο της «εξαίρεσής» μας ως «ανώτερο έθνος», που με τη σειρά λειτουργεί ως θερμοκοιτίδα κάθε λαϊκισμού δεξιού ή αριστερού.
Ως δάσκαλοι υποτιμήσαμε συστηματικό το γεγονός ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της κυρίαρχης ιδεολογίας στη χώρα εύκολα μπορεί να συγχωνευθούν με ακροδεξιές, ολοκληρωτικές ή φασιστικές ρητορικές, δημιουργώντας φρικιαστικά πολιτικά υβρίδια. Εξακολουθούμε άσκεφτα να πιστεύουμε ότι η συμπόρευση μέρους των μαθητών με τη Χ.Α. και την ακροδεξιά, όπως στο παρελθόν με ακροαριστερές πρακτικές και ομάδες, είναι συγκυριακή κι έχει περιθωριακό ή γεωγραφικά περιορισμένο χαρακτήρα (Βόρεια Ελλάδα) και πως σύντομα θα απέλθει ως «μόδα», όταν τα «παιδιά» ωριμάσουν.
Ξεχνάμε όμως κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: οι ενήλικες «εχθροί» των «νέων» και κατ’ επέκταση τα θύματα της «βιολογικά» καθορισμένης «επαναστατικότητάς» τους – που για δεκαετίες υποθάλψαμε – είμαστε πλέον εμείς οι ίδιοι, ως ενήλικες, και η διάχυτη και κυρίαρχη, καθεστηκυία, «μεταπολιτευτική» ιδεολογίας μας. Η ιδεολογία που νομιμοποίησε, όταν δεν θεοποιούσε, κάθε μορφή αντιθεσμικής αντίδρασης τους, αντί του του δημοκρατικού κοινού τόπου ότι τα δικαιώματα συνοδεύονται από υποχρεώσεις και πως ο διάλογος αποτελεί θεμέλιο λίθο της Δημοκρατίας. Η ιδεολογία που μας έπεισε ότι για να διαμορφώσουμε άποψη για τα γεγονότα και ιστορική γνώση αρκούν κομματικά σημειώματα, μπροσούρες και προκατειλημμένες ιστορικές «ερμηνείες». Με δυο λόγια, επειδή εμείς ως εκπαιδευτικοί μάθαμε να σκεφτόμαστε χωρίς κόπο, με δεκάδες κλισέ, αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογία και ανεχόμενοι, όταν δεν υποθάλπταμε, την απαξίωση του σχολείου, διδάξαμε τους μαθητές μας να κάνουν το ίδιο.
Όπως είναι αληθές ότι αρνηθήκαμε μέρος του ρόλου μας που υποχρεώνει να υποδεικνύουμε το ορθό στους μαθητές μας, αφήνοντάς τους έρμαια άλλων. Έτσι και στις καταλήψεις για τη «Μακεδονία» επαναλήφθηκε το γνωστό σκηνικό: μια δυναμική ομάδα μαθητών καθοδηγήθηκε από φασίστες και ακροδεξιούς αυτή τη φορά – όπως παλαιότερα από «αριστερούς» κάθε είδους – και ο λόγος τους αυτόματα έγινε αποδεκτός από τους αφελείς, τους περίεργους, τους κοπανατζήδες και τους «δεν βαριέσαι, καλύτερα κατάληψη, έχουμε περισσότερο χρόνο για το φροντιστήριο». Πού ήταν οι Σύλλογοι Διδασκόντων πριν και τώρα; Αλλά αν αντιδρούσαμε τώρα ως σώμα ή μεμονωμένα κάτι που περιθωριακά έγινε, δεν θα μας κατάγγειλαν (όπως και έγινε σε ατομικό επίπεδο) ως «αριστερούς», αφού ποτέ στο παρελθόν δεν το πράξαμε; Είναι δυνατόν συμπεριφερόμαστε ως δάσκαλοι κατά περίπτωση;
Όμως, έτσι παραζαλισμένοι που είμαστε από τους καθημερινούς αναίτιους, αστείους και επιβλαβείς εμφυλίους μας, μάς διαφεύγει ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αντιθέτως η οικειοποίηση συγκεκριμένων μέσων τελικά διαστρέφει και τους πλέον ανιδιοτελείς και καλών προθέσεων σκοπούς. Με άλλα λόγια, όταν επικροτούμε ή αδιαφορούμε για τις μαθητικές καταλήψεις δεν μεταφέρουμε με τη στάση μας ένα ισχυρό «διαπαιδαγωγικό» παράδειγμα νομιμοποίησής τους στους μαθητές, ακόμα κι αν δεν το επιθυμούμε; Με αποτέλεσμα αυτό που μένει στα κεφάλια των μαθητών να μην είναι τόσο οι «ιδέες» για τις οποίες αυτές πραγματοποιήθηκαν – αν και όποτε υπήρχαν – αλλά η συγκεκριμένη πρακτική και μόνο; Δεν γνωρίζουμε ότι έτσι λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό και ιδιαίτερα το μυαλό παιδιών και εφήβων που ακόμα δεν έχουν πλήρως συγκροτημένη θέαση του Κόσμου; Συγκρατεί μεθόδους και πρακτικές πολύ πιο εύκολα και για περισσότερο χρόνο από αφηρημένες ιδέες. Αυτές, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι σε θέση να τις διαχειρίζεται ακόμα ολοκληρωμένα. Κάτι μπορεί να συμβαίνει στην ενηλικίωση, αν και εφόσον έχει προηγηθεί συστηματική δουλειά εκ μέρους μας προς αυτή την κατεύθυνση στο Σχολείο.
Αντί, λοιπόν, εδώ και δεκαετίες ως εκπαιδευτικοί να επιμένουμε στο να κατανοήσουν οι μαθητές μας ότι η απρόσκοπτη φοίτηση στο Σχολείο αποτελεί δικαίωμα που κατακτήθηκε μετά από μακροχρόνιους αγώνες και πώς ο κόπος που αυτοί καταβάλουν για να κατακτήσουν τη Γνώση αποτελεί το αντίτιμο διατήρησής του, συμβάλαμε στην απαξίωση του Σχολείου στα μάτια των μαθητών μας, ως συμβολικά «ιερό τόπο». Και τώρα παρατηρούμε ανήμποροι τις επιπτώσεις του. Τους εθίσαμε, συνειδητά ή ασυνείδητά, στην “αντισυστημικότητα”, αναγορεύοντάς τους σε «φύση θεούς» που όλα τα γνωρίζουν και ξεχάσαμε ότι οι καταλήψεις αποτελούν τακτική και των φασιστών, που εξ ορισμού περιφρονούν τη Δημοκρατία και τα σύμβολά της, ένα από τα οποία είναι και το Σχολείο. Και πάνω από όλα ξεχάσαμε ή δεν μάθαμε ποτέ ότι η Δημοκρατία αποτελεί στην ουσία μια εφεύρεση που πρωτίστως αποσκοπεί στην αποφυγή των «εμφυλίων» πολέμων διαμέσου του εθισμού στο διάλογο με στόχο την αναζήτηση της Αλήθειας.
Τώρα, πολύ φοβάμαι ότι όλο και συχνότερα θα παρακολουθούμε συγκρούσεις ανάμεσα σε «αντισυστημικές» ομάδες μαθητών μας, που πλέον θα χρησιμοποιούν πανομοιότυπες μεθόδους και τακτικές. Κι αυτό γιατί λησμονήσαμε κάτι επιπλέον: οι τύποι, οι διαδικασίας κι ο σεβασμός στη Δημοκρατία δεν αποτελούν «ξένο σώμα» αλλά είναι σύμφυτες στη λογική και την λειτουργία της.
Οπότε και η απάντηση στην πιθανότητα ανάσχεσης αυτής της τάσης δεν βρίσκεται μόνο σε πιθανά πολιτικά και κοινωνικά μέτρα, αλλά όσο αφορά στο Σχολείο στον αναστοχασμό του ρόλου και της φύσης της εργασίας μας ως δάσκαλοι. Μόνο έτσι μπορεί να προστατέψουμε τους μαθητές μας από τον αναδυόμενο παγκοσμίως λαϊκισμό που με τη σειρά του στρώνει το δρόμο στον ολοκληρωτισμό κάθε είδους και στον καθαρό φασισμό.