Τι είναι σημαντικότερο; Η υπεράσπιση των δημοκρατικών και θεσμικών κανόνων για τη λειτουργία του πολιτεύματος ή η εξυπηρέτηση μιας συγκυριακής συμφέρουσας πολιτικής επιδίωξης; Φαίνεται ότι για μια σημαντική μερίδα της κυβερνητικής πλειοψηφίας η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών έρχεται σε δεύτερη μοίρα, μετά την ικανοποίηση των πολιτικών επιδιώξεών της.
Η διαπίστωση δεν είναι αυθαίρετη ούτε πρόχειρη. Βασίζεται σε όσα αναφέρονται σχετικά με τις προθέσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της ΝΔ για την υπόθεση Νοvartis. Γιατί μπορεί να αποφάσισαν τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για να αναζητηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου ωστόσο εκφράστηκαν δημοσίως απόψεις από σημαντικά κυβερνητικά στελέχη (Μάκης Βορίδης, Κωστής Χατζηδάκης μεταξύ αυτών) για αυτόματη επιστροφή της υπόθεσης στη Δικαιοσύνη. Βασικό και εμφανές επιχείρημά τους ότι προέχει η «πολιτική ηρεμία» για να εφαρμοστεί το κυβερνητικό σχέδιο. Να φύγει δηλαδή η υπόθεση Παπαγγελόπουλου από τους πολιτικούς και να πάει στους δικαστές.
Κι εδώ ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα. Κατ΄αρχάς γιατί εγκαλείται ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης; Από όσα έχουν γίνει γνωστά, εγκαλείται από πολιτικούς παράγοντες, δηλαδή τους Αντώνη Σαμαρά, Βαγγέλη Βενιζέλο και Ανδρέα Λοβέρδο, αλλά και από κορυφαίο παράγοντα της Δικαιοσύνης, τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, ότι παρενέβη και έδινε οδηγίες στην εισαγγελέα Διαφθοράς ΕλένηΤουλουπάκη και στους συνεργάτες της ώστε να διώξουν τους προαναφερθέντες πολιτικούς με καθοδηγούμενους μάρτυρες και χωρίς στοιχεία.
Δηλαδή ο κ. Παπαγγελόπουλος κατηγορείται ότι λειτούργησε σκόπιμα έξω από τους θεσμικούς και δημοκρατικούς κανόνες, καταργώντας τη θεμελιώδη διάκριση των εξουσιών πάνω στην οποία βασίζεται το πολίτευμά μας. Κατηγορείται ότι οργάνωσε και κατηύθυνε μία πολιτική σκευωρία εναντίον της πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (και των ΑΝΕΛ τότε). Το αν έγινε αυτό κατόπιν συνεννόησης με τον πολιτικό του προϊστάμενο, τον Αλέξη Τσίπρα, προς το παρόν, δεν επιβεβαιώνεται.
Και πώς μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε κάτι τέτοιο η ίδια η Δημοκρατία; Παρά μόνο με τη τήρηση των κανόνων της και των νόμων της. Άλλωστε η Δημοκρατία από τη φύση της δεν εκδικείται. Αυτοπροστατεύεται από τις επιβουλές όσων κινούνται παραθεσμικά και την αμφισβητούν – αυτό ίσως είναι το πολυτιμότερο αγαθό για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.
Πώς λοιπόν θα μάθουμε αν ευσταθούν η όχι όσα του καταμαρτυρούν αν δεν λειτουργήσει, αν δεν ψάξει και βρει οτιδήποτε η Προανακριτική Επιτροπή στη Βουλή; Αν δηλαδή δεν λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί κανόνες που προβλέπονται από το Σύνταγμα της χώρας;
Και πώς ένα πολιτικό πρόβλημα, εν προκειμένω η παραθεσμική δραστηριότητα που αποδίδεται στον κ. Παπαγγελόπουλο, θα διευκρινιστεί από τη Δικαιοσύνη και όχι από τους πολιτικούς φορείς της Ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή την ίδια τη Βουλή; Το επιχείρημα της πιθανής αντεκδίκησης από πολιτικούς αντιπάλους είναι έωλο αφενός γιατί και αυτοί ελέγχονται στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες για τις προθέσεις τους και αφετέρου επειδή κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ότι τα στοιχεία που θα προκύψουν θα είναι επαρκή και ισχυρά ώστε το τριμελές δικαστικό συμβούλιο που προβλέπεται να τα εξετάσει πριν από το τελικό στάδιο της δικαστικής απόφασης θα συμφωνήσει. Ενδεχομένως η πρόταση του κ. Βενιζέλου να προηγηθεί Εξεταστική Επιτροπή να είναι πιο σωστή, όμως φαίνεται ότι όσα καταμαρτυρούνται στον κ. Παπαγγελόπουλο είναι αρκετά τεκμηριωμένα.
Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε άλλη σκέψη μπορεί να φαντάζει λογική, αλλά φθείρει τη δημοκρατική νομιμότητα της χώρας. Κι αυτό είναι πολυτιμότερο να διαφυλαχθεί από την κυβερνητική σκοπιμότητα και από έναν ενδεχόμενο ρεβανσισμό της αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει άλλος θεσμικός τρόπος. Η απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών είναι ο μόνος δρόμος εγγύησης και αναβάθμισης της Δημοκρατίας μας. Και στις συνθήκες που θα προκύψουν, η εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου από τον Πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του θα βρει στέρεο έδαφος. Διαφορετικά υπονομεύεται το δημοκρατικό κεκτημένο για το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αγωνίστηκαν πολλοί και με κόστος από όλες τις παρατάξεις. Στην περίπτωση αυτή κανένα κυβερνητικό σχέδιο δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.