Απόψεις

Το ΣτΕ και το φαινόμενο του Τζέιμς Μποντ

Πώς η υποκλοπή των e-mails ενός ανώτατου δικαστικού δημιούργησε τις ακριβώς αντίθετες εξελίξεις από αυτές που κατά τα φαινόμενα επιδίωκαν οι εμπνευστές της
Νίκος Ζαχαριάδης

Πρόκειται για ένα από τα στοιχειώδη και μονίμως επαναλαμβανόμενα «λάθη» στα σενάρια των αστυνομικών ή των κατασκοπικών ταινιών: οι «κακοί» ξαφνικά κάνουν μια απόπειρα εναντίον του ήρωα. Ο οποίος συχνά είναι ανυποψίαστος ή τέλος πάντων δεν έχει κανένα σοβαρό στοιχείο εναντίον τους.

Συνήθως η στοχοποίηση του ήρωα είναι το σημείο καμπής στην αρχή της ταινίας. Σεναριακά, είναι το σημείο που ξεκινά η δράση. Δεν είναι μόνο ότι ήρωας μπαίνει σε υποψίες ή ότι η επίθεση του δίνει κάποια στοιχεία και το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται. Κυρίως η αδικαιολόγητη επίθεση φέρνει τη σύγκρουση σε επίπεδο «ή εγώ ή αυτοί». Γιατί κανείς δεν διαβεβαιώνει τον ανυποψίαστο Τζέιμς Μποντ ή τον καχύποπτο Τζέισον Μπορν ότι δεν θα υπάρξει μια δεύτερη ή και μια τρίτη απόπειρα εναντίον του.

Και είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς αν οι κακοί είναι τόσο ηλίθιοι. Ή αν τέλος πάντων δεν έχουν δει προηγούμενες ταινίες δράσης ώστε να ξέρουν πως δεν πρέπει να κάνουν αυτές τις «προληπτικές» επιθέσεις γιατί στρέφουν τον πρωταγωνιστή εναντίον τους;

Το ίδιο ερώτημα υπό κλίμακα φυσικά δημιουργείται και από τις «προειδοποιητικές» επιθέσεις του παρακράτους εναντίον του Συμβούλου Επικρατείας. Και εντάξει, δεν περιμένει κανείς από τους παρακρατικούς να είναι έξυπνοι. Γιατί αν ήταν δεν θα γινόταν παρακράτος. Αλλά τουλάχιστον περιμένει κανείς να έχουν δει τις σχετικές ταινίες;

Δηλαδή δεν καταλαβαίνουν ότι μια τέτοια ανοιχτή επίθεση (εντάξει, ας το πούμε κομψά «πίεση») σαν αυτή που κλιμακώθηκε τις τελευταίες ώρες πριν την κρίσιμη συνεδρίαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου δημιουργεί συνθήκες αντίθετες από αυτές που επιδιώκουν; Δηλαδή δεν το είδαν να έρχεται; Ή νόμισαν πως οι ανώτατοι δικαστικοί είναι σαν αυτούς που έχουν συνηθίσει να εκβιάζουν;

Δυστυχώς οι ανώτατοι δικαστικοί ελάχιστα οφείλουν τη θέση τους σε «κομματική» βοήθεια. Που σημαίνει ότι ακόμα και αν συντάσσονται με ένα κόμμα δεν προσδιορίζονται από αυτό. Παραμένουν πρωτίστως δικαστικοί. Και αυτό είναι πρόβλημα για ένα σύστημα που έχει συνηθίσει κυρίως να χειρίζεται παρασκηνιακά κομματικά στελέχη.

Η Ολομέλεια που συνήλθε την Τρίτη στο Μέγαρο Αρσάκη βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Αλλά σε άλλο τοίχο από αυτόν που επιχείρησαν να την στριμώξουν. Αν έβγαινε απόφαση σύμφωνη με τους στόχους των εκβιαστών θα ήταν σα να παραδέχεται ότι είναι όλοι «φοβισμένοι» και ευάλωτοι σε τέτοιου είδους πιέσεις. Θα ήταν δηλαδή σα να έστελναν το μήνυμα ότι οι εκβιασμοί πιάνουν τόπο. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν το «παρακράτος» όχι μόνο δεν πέτυχε αυτό που επεδίωκε αλλά συσπείρωσε τους δικαστές προς το αντίθετο.

Λογικά η δουλειά του σωστού (καλά, λέμε τώρα…) παρακράτους είναι να μην κάνει τίποτα. Αρκεί να υπάρχει. Και να ξέρουν οι ενδιαφερόμενοι ότι υπάρχει. Οταν η παρουσία του γίνεται αισθητή σε βαθμό «ντουντούκας» συνήθως πρόκειται για το «μισό λάθος βήμα παραπάνω». Για την υπέρβαση που προκαλεί τον ήρωα να αντιδράσει. Και το κάνει είτε από ανασφάλεια – για να δείξει δηλαδή ποιος είναι το «αφεντικό», είτε από αίσθηση παντοδυναμίας, είτε από καθαρή βλακεία.

Και συνήθως η επίθεση αυτή γίνεται από τα «loose canons» (τα «ανεξέλεγκτα πιστόλια» σε μια ελεύθερη μετάφραση). Που νομίζουν ότι το να καταργούν τα προσχήματα τους προσθέτει «πόντους» σε έναν αγώνα επικράτησης που διεξάγεται στον μυαλό τους. Δηλαδή είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, είτε από καθαρή βλακεία. Που είναι περίπου το ίδιο πράγμα.

Με άλλα λόγια, είναι αυτό που λένε «θέλει το παρακράτος να κρυφτεί και η αγωνία δεν το αφήνει».