Ο Πόε ήταν καταθλιπτικός. Και ο Ρεμπώ. Και ο Καρυωτάκης. Νομίζει κάποιος ότι η κατάθλιψη τους εμπόδισε να γράψουν αριστουργηματικά Μεθυσμένα Καράβια; Και αν απαντήσει ότι είναι άλλο η μεγάλη ποίηση και άλλο η γραφειοκρατία ας δει πόσοι γνωστοί άνθρωποι του δημοσίου βίου με σημαντική παραγωγικότητα στον τομέα τους, που δεν είναι μόνο η Τέχνη και η διανόηση, έχουν ομολογήσει ότι έχουν συναντηθεί κάποτε με την κατάθλιψη.
Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς επειδή πρόκειται για πάθηση που πολλοί την δημοσιοποιούν, νομίζουμε ότι έχουμε και εξοικειωθεί εμπειρικά μαζί της και πια έχουμε την άνεση να την περιλαμβάνουμε και στις κουβέντες του καφενέ. Και να έχουμε αίφνης το δικαίωμα να αποφασίζουμε ότι ένας καταθλιπτικός δεν δικαιούται να αναλάβει τη διοίκηση ενός νοσοκομείου. Δεν είναι όμως έτσι.
Πρώτον την πάθησή του την ανακοινώνει κάποιος που θέλει, και δεν είναι νοητό να βρεθούν καλοθελητές να βγάλουν στο μεϊντάνι την ευαίσθητη πληροφορία που αφορά άλλον. Ενας διοικητής ενός νοσοκομείου δεν είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που πρέπει να ξέρουμε τα πάντα για το ιατρικό ιστορικό του. Αλίμονο αν οποιοσδήποτε κατέχει δημόσια θέση πρέπει να ανέχεται να βγαίνουν στα μανταλάκια προσωπικά του δεδομένα τόσο προσωπικά και οδυνηρά.
Αλλά και αυτή η υποτιθέμενη εξοικείωση με την πάθηση είναι κάλπικη. Οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί που με άνεση περιφέρουν το ψυχιατρικό ιστορικό ενός ανθρώπου στις ρούγες μάλλον δεν υποψιάζονται τι σημαίνει η έννοια κατάθλιψη. Μάλλον την αντιλαμβάνονται σαν κάτι εξωτικό και γνώριμο μαζί, που μπορεί να φαντάζονται τέρατα για τις επιπτώσεις της αλλά και να έχουν άποψη για τη φύση της. Αίφνης να αποφασίζουν ότι οι πάσχοντες δεν είναι λειτουργικοί στις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, δηλαδή με συνοπτικές διαδικασίες βγάζουν ανίκανους να εργαστούν και άχρηστους για οτιδήποτε εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, που πηγαίνουν κάθε πρωί στη δουλειά τους, εργάζονται, ζουν και συναναστρέφονται, κουβαλώντας μέσα τους ένα σκοτεινό βαρίδι που μόνο εκείνοι και ο ψυχίατρός τους καταλαβαίνουν. Και κάτι βουλευτές και δημοσιογράφοι νομίζουν ότι ξέρουν.
Μαύρο σκυλί την έλεγε ο Τσόρτσιλ την κατάθλιψη. Που την ήξερε καλά. Διοίκησε μία χώρα και κέρδισε ένα Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλλον θα μπορούσε να διοικήσει και ένα Νοσοκομείο. Τη μάχη της την έδινε μέσα του — έξω του έδινε τη Μάχη της Αγγλίας. Μάλλον έχασε την πρώτη, αυτό δεν τον εμπόδισε να κερδίσει τη δεύτερη. Τα σημερινά τζιμάνια των εύκολων πρωτοσέλιδων και των επιπόλαιων επερωτήσεων στη Βουλή το πιθανότερο θα τον έβγαζαν μη λειτουργικό. Με ενενηντατόσο ποσοστό αναπηρίας —πού το φαντάστηκαν αυτό το τερατώδες νούμερο για την κατάθλιψη;
Υπάρχει και η κατάχρηση των λέξεων που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επίγνωσης για τι πράγμα μιλάμε, που μάλλον όμως έχει γίνει αναπόδραστη. Ομαδική κομματική κατάθλιψη, πολιτικός αυτισμός, παραλήρημα στη Βουλή, σχιζοφρενικό οικονομικό σενάριο. Η ψυχιατρική έχει γίνει μόδα στο πολιτικό λεξιλόγιο γιατί πολλοί γνωστοί μας ψυχαναλύονται και μας μαθαίνουν τους όρους αλλά δεν πρέπει να σταθούμε σε αυτό, καταντά υπερβολική πολιτική ορθότητα. Η υπόλοιπη ιατρική έχει γίνει εδώ και χρόνια ρητορικό εργαλείο —πολιτική τύφλωση, χωλαίνει η θεωρία σας, παράλυτο κράτος— ασθένειες δεν είναι κι αυτές που αφορούν πολλούς συμπολίτες μας;
Δεν φταίνε οι λέξεις, απλώς πρέπει να είμαστε σε θέση να τακτοποιούμε την άγνοιά μας. Να γνωρίζουμε ότι ένας άνθρωπος με κατάθλιψη μπορεί να διοικήσει ένα μοσοκομείο και αν δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε να μην αναπαράγουμε αμάσητη την κακοήθεια. Κάνουμε μεγάλο κακό, όχι μόνο στον διοικητή αλλά και σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους που δίνουν καθημερινή μάχη με την έλλειψη χαράς. Τους λέμε ότι επιπλέον καταδικάζονται και σε έλλειψη δουλειάς και σε έλλειψη χρησιμότητας και σε έλλειψη κάθε κοινωνικής κανονικότητας.