Ηθελα να γράψω για τον Αλέξανδρο Βέλιο από προχθές, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του. Και πριν από δυο μήνες ήθελα να γράψω, όταν τον πρωτοείδα στην τηλεόραση να λέει και να ξαναλέει αυτό που είχε αποφασίσει: να πεθάνει με ευθανασία, επειδή μια αρρώστια θα του έπαιρνε έτσι κι αλλιώς τη ζωή. Και μετρούσε αντίστροφα.
Αλλά φοβόμουν να γράψω γιατί θα έπρεπε να απαντήσω σε ένα ερώτημα που μοιραία κολλάει στο μυαλό, όταν συναντάς ιστορίες ζωής (και θανάτου) σαν την ιστορία του Βέλιου: Εσύ τι θα έκανες; Πες ότι έχεις εκατό μέρες ζωής, τι θα έκανες;
Πώς να συμφιλιωθείς με τη σκέψη ότι σε εκατό μέρες θα πεθάνεις; Ολοι θα πεθάνουμε κάποτε, αλλά το φυσιολογικό είναι να μην ξέρουμε πότε. Τι περίεργο, σκληρό, αδυσώπητο πράγμα να γνωρίζεις τη στιγμή. Τι μέγιστη δοκιμασία συνειδητοποίησης της θνητότητάς σου, να μάχεσαι, όχι για να μείνεις ζωντανός, αλλά για να χωνέψεις ότι αύριο πεθαίνεις. Δεν νομίζω να υπάρχει πιο συγκλονιστικό βίωμα απ’ αυτό που πέρασε ο Αλέξανδρος Βέλιος και όσοι έζησαν, ζούνε και θα ζήσουν μια παρόμοια κατάσταση.
«Εσύ τι θα έκανες;»… Επανέρχεται η ερώτηση στο μυαλό. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να είσαι ένας απ’ τους άνισους μαχητές, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να σου πουν: έχεις ακόμα τρεις, πέντε, δέκα μήνες ζωής. Απωθητική σκέψη, θα ήθελες τόσο πολύ να σε διαβεβαιώσει κάποιος ότι δεν υπάρχει καμιά τέτοια πιθανότητα. Αλλά υπάρχει. Λοιπόν, τι θα έκανες;
Οταν βλέπεις τη ζωή σου να χάνεται, εκεί λένε κάνεις τα πράγματα που πραγματικά θέλεις. Αλήθεια, τι περισσότερο να θέλεις από το να ζήσεις; Τι περισσότερο να θέλεις από το να έχεις περισσότερο χρόνο με τον εαυτό σου και με τους ανθρώπους, πριν πέσεις στο κενό της ανυπαρξίας; Περισσότερο χρόνο για να απολαύσεις όσα υπέροχα πράγματα συμβαίνουν μόνο όσο είσαι ζωντανός; Τι θα έκανες λοιπόν; Θα πουλούσες όλα σου τα υπάρχοντα και θα ταξίδευες; Θα έγραφες ένα γράμμα στο παιδί σου; Θα γραφόσουν σ’ εκείνα τα μαθήματα χορού που ποτέ δεν είχες το χρόνο να πας; Θα έκλαιγες όλη μέρα; Τι θα έκανες το χρόνο που σου απομένει;
Ο Αλέξανδρος Βέλιος επέλεξε να τον περάσει με θορυβώδη τρόπο, συνομιλώντας με το θάνατο και μ’ εμάς θεατές. Σαν να έδωσε παράσταση, έναν τραγικό μονόλογο, πριν ρίξει μόνος του αυλαία. Μας έθεσε το θέμα της ευθανασίας και το δικαίωμα του ανθρώπου στο να επιλέξει τη στιγμή του φευγιού του, όμως δεν ξέρω τελικά αν θα είναι αυτό που θα μας μείνει περισσότερο απ’ την ιστορία του.
Εκείνο που προσωπικά θα μου μείνει είναι η γενναιότητά του απέναντι στο θάνατο. Η ψυχραιμία και η σοφία με την οποία αντιμετώπισε αυτή την σκληρή συνθήκη και το θάρρος του να μας την αφηγηθεί, χωρίς συναισθηματισμούς και παραμύθιασμα. Το αληθινό μήνυμα του Αλέξανδρου Βέλιου για μένα είναι αυτό: ζήστε, γιατί ο θάνατος μας παραμονεύει όλους.
Υ.Γ.: Στα τελευταία επεισόδια του «Mad Men» (SPOILER ALERT, όποιος σκοπεύει να δει «Mad Men» μην διαβάσει!) η Μπέτυ Ντρέιπερ, πρώην γυναίκα του πρωταγωνιστή Ντον, μαθαίνει ότι πάσχει από επιθετικό καρκίνο στους πνεύμονες κι έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής. Ο νυν σύζυγός της Χένρυ, επιμένει να βρουν τους καλύτερους γιατρούς για να σωθεί. Όταν η Μπέτυ αρνείται και επιλέγει να μείνει χωρίς θεραπεία και να πεθάνει σπίτι της, ο Χένρυ, σ’ ένα ξέσπασμα απόγνωσης και μη μπορώντας ν’ αποδεχτεί ότι ο θάνατος θα τη νικήσει, της λέει:
-Κι αν είχε καρκίνο ο Κένεντι;
–Θα πέθαινε… του απαντά εκείνη.