Αν αθροίσεις τα ποσοστά του Γιώργου Καμίνη και του Σταύρου Θεοδωράκη, δεν φτάνεις στο ποσοστό που έλαβε ο Νίκος Ανδρουλάκης από την κάλπη για τον νέο φορέα.
Καμίνης και Θεοδωράκης αντιπροσωπεύουν αυτό που εσχάτως ονομάζουμε «μεταρρυθμιστικό Κέντρο», δηλαδή τη σύνθεση σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων απόψεων. Ασφαλώς δεν βρίσκονται και οι δύο κάτω από κοινή μοίρα. Ο Καμίνης έχει την άνεση να παρουσιάζει ένα γενικό περίγραμμα θέσεων. Ομως ο Θεοδωράκης, ως πολιτικός αρχηγός, κουβαλάει, ως οφείλει, στο σακίδιο μια εργαλειοθήκη με λύσεις και θέσεις. Κανένας τους δεν έπεισε το εκλογικό σώμα στο βαθμό που πίστευε ότι θα το πετύχει.
Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό. Οι εκλογείς δεν πείστηκαν ούτε από τα πρόσωπα, ούτε από τις ιδέες τους. Βέβαια, αν δεις τα δημογραφικά των ανθρώπων που πήγαν στην κάλπη, καταλαβαίνεις ότι και οι δύο υποψήφιοι πήγαν και έθεσαν ένα σωστό ερώτημα σε λάθος κοινό. Ειδικά ο Θεοδωράκης, εκτέθηκε σε ένα κοινό που δεν θα είχε καν τη διάθεση να ρίξει μία ματιά στην ατζέντα του Ποταμιού. Αλλά ακόμα και αν έριχνε, δεν θα έμπαινε στον κόπο να τη συζητήσει. Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά αντίληψης μεταξύ του Θεοδωράκη και των ψηφοφόρων της Φώφης, που αποτυπώνεται εύγλωττα στο αποτέλεσμα. Περίπου το ίδιο ισχύει και για τον Καμίνη, αλλά εκείνος μπήκε στην κούρσα έχοντας στην κερκίδα αρκετούς που τον είχαν ήδη ψηφίσει για δήμαρχο, ενώ δεν έχει υποστεί τη φθορά της κοινοβουλευτικής παρουσίας.
Το ερώτημα που μπαίνει τώρα είναι αν στο πολιτικό τοπίο υπάρχει χώρος για ένα μεταρρυθμιστικό σχήμα, απαλλαγμένο από ιδεολογικές αγκυλώσεις και ιστορική φόρτιση. Φυσικά και υπάρχει. Πάντα υπάρχει διαθέσιμος χώρος για κάτι απαραίτητο και χρήσιμο. Τα όρια αυτού του χώρου παραμένουν ασαφή. Και περιορισμένα.
Η κριτική για τη χαμηλή δημοσκοπική επίδοση του Ποταμιού ξεκινάει από τον Θεοδωράκη. Πολύ σωστά, όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει με το ψάρι και το κεφάλι του. Ομως, αλήθεια, αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του, ας πούμε πιο γοητευτικός και αποτελεσματικός, πού θα μπορούσε να φτάσει το Ποτάμι; Δεν νομίζω ότι θα πήγαινε πολύ πιο πέρα από εκεί που έχει πάει. Οπως φαίνεται από τις τάσεις και τους αριθμούς, το ακροατήριο μίας αληθινά μεταρρυθμιστικής συζήτησης είναι είτε μικρό, είτε αρνείται να φύγει από τα παραδοσιακά σχήματα ενός πολιτικού λόγου με διλήμματα και αντιπαράθεση ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο. Ακόμα και αν ο Θεοδωράκης ή ο Καμίνης τα έκαναν όλα σωστά, η εκλογική τους δεξαμενή, στην παράταξη και στην κοινωνία, θα παρέμενε περιορισμένη. Είναι και ο Μητσοτάκης που συνομιλεί με το ίδιο κοινό, προσφέροντας μάλιστα και παράσταση νίκης.
Αυτός ο χώρος, λοιπόν, του μεταρρυθμιστικού Κέντρου, έχει και λόγο και αναγκαιότητα ύπαρξης. Κατέγραψε το στίγμα του, έβαλε όρια και άρχισε τη ζύμωση ανάμεσα σε ανθρώπους που σήμερα βρίσκονται στο νέο φορέα, στη ΝΔ, ακόμα και στο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δε εξαιρετικά πιθανό στο μέλλον να ενισχυθεί μέσω αποκολλήσεων από τα ήδη υπάρχοντα σχήματα. Εντάξει, αλλά πώς θα επιβιώσει; Αυτονόητο είναι. Αν δεν στέκεται εκλογικά ως κόμμα, θα σταθεί ως διακριτή τάση μέσα στο νέο φορέα της Φώφης και του Νίκου.