Στην επιτροπή που, υποτίθεται, συζητά την αναθεώρηση του Συντάγματος, συμμετέχουν πολύ σοβαροί άνθρωποι. Διαπρεπείς επιστήμονες και παράγοντες του δημοσίου βίου που έχουν διακριθεί στον ακαδημαϊκό και επιχειρηματικό στίβο. Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο πώς όλοι αυτοί δέχθηκαν να πάρουν ρόλο σε μία παρωδία που ευτελίζει, με χυδαίο λαϊκίστικο τρόπο, τη συζήτηση για την αλλαγή του καταστατικού μας χάρτη.
Ναι, βέβαια, η τιμή είναι μεγάλη και η ευθύνη σοβαρή. Δεν είναι και λίγο, ακόμα και για ανθρώπους πλήρεις εμπειριών και διακρίσεων, να καλούνται από τον Πρωθυπουργό προκειμένου να εκφέρουν άποψη για τον κώδικα στο εθνικό μας λογισμικό, για τους κανόνες και την πολιτειακή μας ηθική. Όμως πώς είναι δυνατό να συμπράττουν έτσι εύκολα στην έκπτωση της διαδικασίας σε μεθόδευση στυγνού λαϊκισμού;
Στην Επιτροπή συμμετέχουν εξέχοντες επιστήμονες, άνθρωποι με ακαδημαϊκή συγκρότηση που αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της εξειδίκευσης και το δικαίωμα της αυθεντίας στον πρώτο λόγο. Και όμως οι ίδιοι δέχονται να πατήσουν άγαρμπα σε χωράφια που δεν γνωρίζουν. Και, το κυριότερο, επενδύουν με την παρουσία τους τη βάση του λαϊκισμού, δηλαδή τον ισχυρισμό που χορηγεί στο λαϊκό σώμα το αλάθητο της κρίσης.
Αν σας είχε φανεί γελοίο το ερώτημα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, τότε μπορείτε εύκολα να αντιληφθείτε πόσο αστείος και συνάμα επικίνδυνος είναι ο κυβερνητικός χειρισμός για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ολες αυτές οι συνελεύσεις, τα χαριτωμένα με τη δημοσκοπική προσέγγιση της λαϊκής βούλησης, η παραλαβή προτάσεων από τον λαό κ.λ.π, ακούγονται, βέβαια, γοητευτικά, πλην όμως ευτελίζουν τη διαδικασία και παραπλανούν την κοινή γνώμη. Η διαδικασία ευτελίζεται επειδή το Σύνταγμα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ανατίθεται σε άσχετους και αδαείς. Και ο λαός παραπλανάται από τον λαϊκιστή που του λέει ότι, εκτός από την ισχύ, έχει και τη γνώση.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι, απλώς, γραφικό. Από μία άλλη γωνία το λες και επικίνδυνο. Αλλά, δεδομένων των συνθηκών, είναι στην πραγματικότητα business as usual.