Τα φαινόμενα -και δη τα προεκλογικά- απατούν. Γι’ αυτό ας αφήσουμε να δούμε αν η Αμερική και ο κόσμος θα αλλάξει προς το χειρότερο με την εκλογή του Τραμπ, δηλαδή αν δικαιολογείται αυτός ο φόβος που προκαλούσε αυτός ο αλλοπρόσαλλος τύπος, ο οποίος έγινε πρόεδρος της υπερδύναμης.
Ας κοιτάξουμε την καμπούρα μας. Η ελληνική πολιτική τάξη προτιμούσε σαφώς την Χίλαρι Κλίντον. Σχεδόν όλοι την «γνωρίζουν». Είτε μέσω του Ομπάμα είτε μέσω του συζύγου Μπιλ είτε λόγω των αρκετών ελληνοαμερικανών, που (ήλπιζαν ότι) θα είχαν ρόλο, αν επικρατούσε.
Τα πράγματα ήρθαν ανάποδα και τώρα πρέπει να διαχειριστούμε τη νέα πραγματικότητα. Τι σημαίνει, λοιπόν, για την Ελλάδα η εκλογή του Τραμπ; Τι θα αλλάξει, αν αλλάξει, σε σχέση με τα άμεσα προβλήματά της; Τι θα συμβεί με τα διαχρονικά; Για να μην πελαγοδρομούμε, ας εντοπίσουμε τα δύο βασικά που έχουμε μπροστά μας.
1. ΤΟ ΧΡΕΟΣ. Η πρώτη διαπίστωση ότι η επικείμενη επίσκεψη Ομπάμα στην Αθήνα χάνει οποιαδήποτε σημασία φαίνεται σωστή. Όμως, επί της ουσίας, η επίσκεψη αυτή δεν είχε τη σημασία που της απέδιδαν. Για την κυβέρνηση Τσίπρα θα ήταν μια καλή ευκαιρία να πάρει μια ανάσα, η οποία όμως θα ήταν μόνο επικοινωνιακή. Ο Ομπάμα θα έλεγε καλά λόγια -θα τα πει και τώρα- για την ελληνική προσπάθεια, αλλά δεν πρόκειται να προσφέρει καμιά ουσιαστική βοήθεια στη ρύθμιση του χρέους. Αλλωστε, αν ήθελε και μπορούσε να το κάνει αυτό, θα το έκανε όσο ήταν ισχυρός πρόεδρος και όχι στο τέλος της θητείας του κι ενώ έχει εκλεγεί ο διάδοχός του.
Τι θα γίνει τώρα που άλλαξαν τα δεδομένα; Αν ο Τράμπ εφαρμόσει αυτό που έχει πει προεκλογικά («δεν έχουμε εμείς καμιά δουλειά με την Ελλάδα. Ας αφήσουμε τη Γερμανία να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, που το γνωρίζει καλύτερα ή ακόμα και τον Πούτιν και την Ρωσία»), τότε το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε είναι να μην αλλάξει τίποτα. Η Γερμανία κάνει, έτσι κι αλλιώς, κουμάντο. Τώρα θα το κάνει και με την απόλυτη έγκριση της Αμερικής. Αυτό το έχει ήδη συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση Τσίπρα και έχει ήδη κάνει τη στροφή (εδώ). Ο,τι έχουμε να ελπίζουμε για το χρέος, θα το ελπίζουμε πλέον κατά 100% από την Ευρώπη, δηλαδή από την Γερμανία, αφού ο Τράμπ θα έχει χίλια δυο άλλα προβλήματα και δεν θα του καίγεται καρφί για τα δικά μας.
Εν κατακλείδι: δεν αλλάζει τίποτα στο θέμα του ελληνικού χρέους, πάλι από τους Ευρωπαίους εξαρτάται, όπως και πριν. Όμως, αν αλλάξει κάτι, θα είναι προς το χειρότερο, καθώς δεν θα υπάρχει καμιά υποστήριξη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως υπήρχε επί Ομπάμα.
2. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ. Στο πεδίο αυτό οι εξελίξεις μπορεί να είναι περισσότερο ανησυχητικές, αν προκύψει ανάγκη για αμερικανική παρέμβαση. Ας το εξηγήσουμε με ένα πασίγνωστο παράδειγμα. Το 1996, μετά το επεισόδιο στα Ιμια, η παρέμβαση της κυβέρνησης Κλίντον ήταν άμεση και απέτρεψε τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης. Την ώρα που η Ευρώπη κοιμόταν, τα τηλέφωνα μεταξύ Ουάσιγκτον, Αθήνας και Αγκυρας είχαν πάρει φωτιά. Οι υπουργοί Κρίστοφερ και Χόλμπρουκ (Εξωτερικών) και Πέρι (Αμυνας) και ο ίδιος ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον παρενέβησαν και η κρίση, αντί να μετατραπεί σε πολεμική, εκτονώθηκε. Τι θα συμβεί σε ένα ανάλογο ενδεχόμενο στο προσεχές μέλλον; Θα υπάρξει ανάλογη παρέμβαση ή η κυβέρνηση Τράμπ θα πει «τι δουλειά έχουμε εμείς, ας το λύσουν οι Ευρωπαίοι»; Απάντηση, φυσικά, δεν μπορεί να δοθεί. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ο Ερντογάν, παρά την επιθετική ρητορική του εσχάτως, δεν φαίνεται να έχει στόχο την Ελλάδα. Η μακρόχρονη θητεία του ήταν, σε σχέση με εμάς, από τις πιο ήσυχες, αν σκεφθούμε τι γινόταν τις προηγούμενες δεκαετίες.
Πού καταλήγουμε; Σε σχέση με τα οικονομικά μας προβλήματα (χρέος κ.α) η εκλογή του Τραμπ το πιθανότερο είναι να μην επιφέρει καμιά αλλαγή, εκτός αν επέλθει παγκόσμια αναστάτωση. Πάλι από τους Ευρωπαίους θα εξαρτόμαστε και πιθανόν να μην έχουμε την, έστω λεκτική, υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα.
Για τα άλλα, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ασφαλής πρόβλεψη. Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να μην χρειαστεί αμερικανική παρέμβαση. Διότι τότε δεν ξέρουμε ποια θα είναι και τι θα φέρει.
Τα συναισθήματα που επικρατούν στην ελληνική πολιτική τάξη (πλην της Χρυσής Αυγής που πανηγύρισε) μετά τη νίκη του Τραμπ κινούνται μεταξύ απογοήτευσης και αβεβαιότητας. Και, δυστυχώς, στην περίπτωσή μας δεν φαίνεται να ισχύει ο αφορισμός του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Λελούς «το χειρότερο δεν είναι ποτέ απογοητευτικό».