Ηταν αρχές του ’48. Ο πατέρας μου ήταν εξορία στην Ικαρία. Η μάνα μόνη με εμάς. Κρατιόμασταν από τη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ και της γειτονιάς. Φτώχεια, άσ’ τα. Μοίραζαν εκείνη τη μέρα τη βοήθεια στην αλάνα της Τούμπας. Μας είχε πάρει η μάνα μας τα τέσσερα παιδιά και πήγαμε και περιμέναμε κι εμείς. Ηταν μια τεράστια ουρά, περιμέναμε ώρες στο κρύο. Είχαμε ξεπαγιάσει. Οταν πλησίαζε η ουρά, έβλεπα δύο άτομα: τη νοσοκόμα της ΟΥΝΡΑ και δίπλα της τον κομματάρχη του Λαϊκού Κόμματος στην Τούμπα. Μόλις έφτασε η σειρά μας να πάρουμε τη βοήθεια, ο κομματάρχης είδε τη μάνα μου, τη γνώρισε και φώναξε: «Εσείς, ρωσάκια, φύγετε, να πάτε στη Ρωσία να πάρετε βοήθεια». Η μάνα έκλαιγε, παρακάλαγε κι ο κόσμος φώναζε «δεν ντρέπεστε λίγο». Στο τέλος φύγαμε∙ νηστικοί, παγωμένοι και ντροπιασμένοι. Νίκο μου, αυτά δεν μπορώ να τα ξεχάσω, αυτούς δεν μπορώ να τους ψηφίσω.
Η παραπάνω αφήγηση ήταν του πατέρα μου, λίγο πριν από τις «δεύτερες» εκλογές του Ιουνίου 2012. Στο σπίτι συζητούσαμε, στην πραγματικότητα τσακωνόμασταν, για το τι θα ψηφίσουμε. Εκείνος, ο πατέρας μου, παλιός κεντρώος, γεννημένος στις αρχές της δεκαετίας του ’30, εντάχθηκε στα νιάτα του στο κόμμα του Σβώλου, και στη συνέχεια στην Ενωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Μεταπολιτευτικά, αφού κατά την περίοδο της δικτατορίας στρατεύθηκε με τη Δημοκρατική Αμυνα, συμμετείχε διαδοχικά στην Ενωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, στη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και το 1981 ψήφισε ΚΟΔΗΣΟ. Είσαι το «εξωκοινοβουλευτικό κέντρο», τον πείραζα.
Εκείνες οι εκλογές του Ιουνίου ήταν η πρώτη και μοναδική φορά ως σήμερα που εγώ ψήφισα Νέα Δημοκρατία. Εβλεπα πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ κοντά στο να κερδίσει και πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο μέσα τις συνθήκες της απόλυτης κρίσης θα ισοδυναμούσε με το να αποφασίζαμε ως χώρα να πηδήξουμε στον γκρεμό. Δεν το έκανα χωρίς δυσκολία, τίποτε δεν με συνέδεε με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, και επιπλέον δυσκολευόμουν να καταπιώ δύο πράγματα ταυτόχρονα: τις τεράστιες ευθύνες της ΝΔ για την κατάσταση μέχρι το 2009 και τις προσωπικές ευθύνες του Αντ. Σαμαρά για το αντιμνημονιακό μέτωπο των ετών 2010-2011 καθώς και για τις αχρείαστες εν τέλει εκλογές του Μαΐου 2012 που φιλοδοξούσε ότι θα κέρδιζε με αυτοδυναμία. Εκλεισα τη μύτη μου και ψήφισα ΝΔ.
Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Συνεχίζω να νιώθω πως προοδευτικοί φιλελεύθεροι και κεντρώοι σαν κι εμένα, κάνοντας τεράστια ψυχολογική και πολιτική υπέρβαση, συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί ένα μη καταστροφικό για τη χώρα αποτέλεσμα, τηρουμένων των συνθηκών. Προσπάθησα να πείσω τον πατέρα μου, που μου απαντούσε με ένα περήφανο «δεν ξεχνώ».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς διάβασα την ανάρτηση του εξαιρετικού συναδέλφου και φίλου Αχιλλέα Γραβάνη, πως δεν μπορεί να ξεχάσει τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ για ό,τι περάσαμε ως χώρα, και δεν μπορεί επίσης να ξεχάσει τι τράβηξε ο ίδιος κατά χρόνια της κρίσης.
Οπως και στον πατέρα μου, έτσι και στον Αχιλλέα, υπενθυμίζω ακριβώς το ίδιο. Στη Δημοκρατία, η μνήμη και η λήθη δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες λειτουργίες, είναι συμπληρωματικές. Οπως και στη ζωή, αν δεν ξεχνάμε ποτέ, τότε όχι απλώς γινόμαστε εμμονικοί αλλά κυρίως αδυνατούμε να σκεφτούμε καθαρά και ψύχραιμα την επόμενη μέρα. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε τις δυνατότητες και τις εναλλακτικές που χαράσσονται μέσα στις νέες συνθήκες. Να σχεδιάσουμε το αύριο. Αν δεν ξεχνάμε τίποτε, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σε έναν μόνιμο εφιάλτη. Αντίθετα από αυτό που καλλιεργούν οι ιστορικοί στην πολιτική, όπως και στη ζωή, πρέπει «να ξεχνάμε», δηλαδή να «συγχωρούμε» ή έστω να «σχετικοποιούμε» το παρελθόν.
Αντί να συζητάμε όλη μέρα με όρους «μας έλεγαν γερμανοτσολιάδες», ας συζητήσουμε πιο γόνιμα, πιο νηφάλια πώς μπορούμε σήμερα να προχωρήσουμε. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή αλλά τώρα που είμαστε σε καλύτερη θέση από ότι ήμασταν το 2010 ή το 2015 αρνούμαι να αναπαράγω μια εμφυλιοπολεμική ρητορική. Πρέπει να πάμε παρακάτω, να διαμορφώσουμε τις νέες πολιτικές προτεραιότητες και τις νέες κατευθύνσεις. Γόνιμες αντιπαραθέσεις του αύριο.
Η χώρα δείχνει να γυρίζει σελίδα, σιγά-σιγά. Ούτε εύκολα γίνεται αυτό ούτε ανώδυνα. Οι πολιτικές δυνάμεις της επόμενης μέρας, πρέπει να μάθουν να ζουν σε έναν καινούργιο κόσμο. Η διαρκής συζήτηση με τους όρους του χθες, απλώς ανακυκλώνει τα αιώνια ερωτήματα που στην πορεία θα αποκτήσουν μόνο ιστορική σημασία: ποιος φταίει που φτάσαμε ως εδώ; Ηταν αναπόφευκτη η κρίση; Γιατί ο Παπανδρέου είπε λεφτά υπάρχουν; Υπήρχε λύση έξω από το Μνημόνιο και το ΔΝΤ; Θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα τα πράγματα αν αντί για τον ΣΥΡΙΖΑ αναδυόταν ένα άλλο αντιμνημονιακό κόμμα; Γιατί δεν πήραν είδηση τον γκρεμό οι Συριζαίοι, τόσο άσχετοι ήταν; Γιατί ο Σαμαράς έκανε τόση βίαιη αντιπολίτευση στον Παπανδρέου; Θα ήταν καλύτερα αν αντί για τον Σαμαρά είχε εκλεγεί η Ντόρα το 2009; Αν είχε κάνει εκλογές ο Γιώργος μετά το πρώτο μνημόνιο; Ο κατάλογος με τα ερωτήματα δεν έχει τέλος.
Η συναισθηματική προσέγγιση του «δεν ξεχνώ» μπορεί να προσφέρει ίσως κάποια ανακούφιση, κάποια εκτόνωση, ίσως κάποια like παραπάνω, θα αποδειχτεί άγονη, όπως κάθε «δεν ξεχνώ».
Στη δημοκρατία πρέπει πάντα να πηγαίνεις παρακάτω.
Α, να μην το ξεχάσω. Ο πατέρας μου δεν ψήφισε τελικά ΝΔ, τότε. Ούτε και ποτέ του άλλωστε.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας