Θυμάμαι τις πρώτες αντιδράσεις όταν έγινε γνωστό το φοβερό φονικό στα Γλυκά Νερά. Πέρα από το σοκ του κόσμου για αυτή καθαυτήν τη δολοφονία της νεαρής μαμάς και συζύγου μπροστά στα μάτια του ανδρός και του παιδιού της –όπως πιστέψαμε αρχικά–, τρία επιπλέον πράγματα εκφράστηκαν από αυτό που λέμε «κοινή γνώμη». Οργή, ανασφάλεια και φόβος, για τις τόσες ένοπλες ληστείες και την έκρηξη γενικά του οργανωμένου εγκλήματος στον τόπο μας, και μάλιστα εν καιρώ πανδημίας.
Ακουσα και διάβασα πολλές κριτικές εκείνες τις ημέρες εναντίον του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη – κριτικές κατά της κυβέρνησης ουσιαστικά, που είχε υποσχεθεί στον κόσμο μια πιο ασφαλή ζωή, στη γειτονιά, στη συνοικία, στην πόλη η στο χωριό του. Υπήρχε επιπλέον και η υποψία, τότε, ότι «οι δράστες του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά πρέπει να είναι κάποιοι αδίστακτοι αλλοδαποί κακοποιοί».
Ούτε ανακουφίζομαι ούτε και λυπάμαι βεβαίως που δεν επαληθεύτηκαν εκείνα τα σενάρια, αν και ο κόσμος ακόμα νιώθει φόβο και ανασφάλεια, ιδίως όταν μαθαίνει ότι πολλοί δράστες ειδεχθών πράξεων που φυλακίστηκαν, πλέον κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Τα σημειώνω, όμως, όλα αυτά περισσότερο για να μεγεθύνω τη φοβερή αποκάλυψη ότι τελικά τη γυναίκα σκότωσε κατά ομολογία του ο ίδιος ο άνδρας της, ο οποίος και σκηνοθέτησε τη δήθεν ένοπλη ληστεία για να γίνει από θύτης θύμα.
Αποκάλυψη που «τραυμάτισε» τις αρχικές σκέψεις όλων μας – ακόμα και όσων ευθαρσώς ή και επιφυλακτικά κάτι είχαν ψυλλιαστεί, βασισμένοι κυρίως στο ότι ο σύζυγος και πατέρας παραήταν φλύαρος και ψύχραιμος μπροστά στις κάμερες, ελάχιστη ώρα μετά το φρικτό έγκλημα που έφερε τη ζωή του τούμπα. Συνεχώς τόνιζε την ανάγκη του να σταθεί κοντά στο παιδί του. Για τη γυναίκα του, που υποτίθεται ότι δολοφονήθηκε από ληστές μπροστά στα μάτια του, δεν περίσσεψε πένθος, είπαν οι «Πουαρό του καναπέ», όπως τους χαρακτήρισε ο δικός μας Κώστας Γιαννακίδης, που τελικά – πρόσθεσε- φαίνεται ότι είχαν δίκιο.
«Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό;», είναι τώρα το ερώτημα που αμέσως ήρθε στο στόμα όλων μας, όταν μάθαμε το αστυνομικό ανακοινωθέν για την ομολογία του και αρχίσαμε να χωνεύουμε την ανατροπή. Προσωπικά, αφού άκουσα και φόρτωσα αρκετές απαντήσεις στον σκληρό δίσκο του μυαλού μου, πληκτρολόγησα το ερώτημα γυρεύοντας κάποιες απαντήσεις στο… Google!
«What makes someone commit a terrible crime?»
Το site στο οποίο έπεσα είναι το law.jrank.org, μια αμερικανική «ελεύθερη νομική βιβλιοθήκη αναφοράς», που επί του συγκεκριμένου προσθέτει άλλα δύο ερωτήματα σε αυτό που ανέφερα πριν:
- – «Αυτός που διαπράττει ένα τέτοιο ειδεχθές έγκλημα έχει σκεφτεί από πριν τα οφέλη και τα ρίσκα της πράξης του, ή δεν τον ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις;».
– «Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν φτάνουν ποτέ στο έγκλημα, ακόμα και εάν οι συνθήκες στη ζωή τους τούς φέρουν σε πραγματική απόγνωση;».
«Οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον να διαπράξει έγκλημα είναι απληστία, οργή, ζήλια, εκδίκηση ή υπερηφάνεια. Οταν αποφασίσει να το κάνει, συνήθως σχεδιάζει τα πάντα εκ των προτέρων, πολύ προσεκτικά, έτσι ώστε από την μία να αυξήσει τα οφέλη του, και από την άλλη να μειώσει τα ρίσκα. Ενα τέτοιο άτομο έχει κάνει συγκεκριμένες επιλογές σχετικά με τη συμπεριφορά του. Μπορεί ακόμα και να έχει φανταστεί μια ζωή εγκληματική, που να τον γεμίζει περισσότερο από το να έχει μια κανονική δουλειά –πιστεύοντας ότι το έγκλημα τού προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση, ανταμοιβή, θαυμασμό και ενθουσιασμό– τουλάχιστον μέχρις ότου συλληφθεί.
»Αλλος που διαπράττει ένα τέτοιο φρικτό έγκλημα νιώθει την αδρεναλίνη του να ανεβαίνει και αυτό τον “φτιάχνει”. Και άλλοι προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις από παρόρμηση, μεγάλη οργή ή βία».
Αλλά, ας μην μπούμε πιο βαθιά στα ψυχιατρικά κι ας σταθούμε μόνο στο γεγονός ότι, διαχρονικά, όλα τα εγκλήματα σαν κι αυτό, που σοκάρουν την κοινή γνώμη, έχουν μια διάσταση εξωπραγματική. Αλλιώς, δεν θα μας άφηναν με ανοικτό το στόμα, ούτε θα ανέβαζαν ακόμα και την δική μας αδρεναλίνη!