Ο Ντόναλντ Τραμπ σε προεκλογική του ομιλία. Τα μισά που λέει είναι αποδεδειγμένα ψέματα. Ποιος όμως ενοχλείται; | REUTERS/Mike Segar
Απόψεις

Από τον Τραμπ στον Πολάκη

Η γλώσσα της πολιτικής πλέον σε τρομάζει. Η παραδοξολογία και η προσβολή πετάγονται με μορφή συνθήματος όπως επιτάσσει η αγορά της αγανάκτησης. Ο Μπέπε Γκρίλο κάνει καριέρα με το «vaffanculo», ο Τραμπ είναι ένα φαινόμενο μέσα στο φαινόμενο, μια κινούμενη βόμβα ασχετοσύνης. Ποιος τολμά να διαμαρτυρηθεί;
Περικλής Δημητρολόπουλος

Θυμάται κανείς την εποχή που οι πολιτικοί κατηγορούνταν για ξύλινη γλώσσα; Ναι, εάν ασχολείται με την πολιτική προϊστορία. Γιατί σήμερα είναι πιο εύκολο να πετύχεις Εσκιμώο στην έρημο παρά πολιτικό να χρησιμοποιεί εκείνον τον επεξεργασμένο και δύσκαμπτο λόγο των περασμένων δεκαετιών, να τυλίγει ένα ψέμα με ένα αμπαλάζ γλωσσικής καλλιέπειας. Σήμερα το ψέμα πετάγεται στη μούρη με τη μορφή συνθήματος. Με τον ίδιο τρόπο εκτοξεύεται από πολιτικά χείλη η παραδοξολογία, η προσβολή, η παντελώς ανυπόστατη υπόσχεση, οτιδήποτε υπακούει στους κανόνες της αγοράς της αγανάκτησης.

Μόνο εδώ; Είναι μόνο Πολάκης, ο Καμμένος και όλοι εκείνοι που κάποτε έβλεπες μόνο στη ζώνη του τηλεοπτικού λυκόφωτος; Οχι, πλέον μιλάμε για παγκόσμιο φαινόμενο. Ο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία έκανε πολιτική καριέρα με τo vaffanculo. Αυτό το «άντε γαμηθείτε» που απηύθυνε με την πατίνα του σατιρικού κωμικού στο πολιτικό σύστημα ήταν η φτηνή μάρκα που πέταξε πάνω στο τραπέζι της οργής των ψηφοφόρων. Δεν ρίσκαρε στην τσόχα της πολιτικής, ήταν σαν να έκλεβε εκκλησία. Και σήμερα κοντεύει να κυβερνήσει.

Αυτή την τεκτονική αλλαγή στο πολιτικό λεξιλόγιο εξετάζει ο Μαρκ Τόμσον, πρώην επικεφαλής του BBC και σήμερα διευθύνων σύμβουλος του ομίλου των New York Times, στο βιβλίο «Enough Said». Παρουσιάζοντας πριν από μερικές ημέρες το έργο του στη Νέα Υόρκη, εξήγησε στο κοινό ποιο ήταν το κομβικό σημείο του δημοψηφίσματος για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ: ήταν η στιγμή που ο επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Brexit Μαρκ Γκόουβ είπε ότι «ο βρετανικός λαός έχει βαρεθεί τους ειδικούς».

Είναι αυτή η αποθέωση της άγνοιας που κινεί σήμερα τα νήματα της προεκλογικής κούρσας και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, ο Τραμπ έδωσε στο φαινόμενο τη διατλαντική διάσταση που του έλειπε. Κι αυτός που το τράβηξε στα άκρα όσο κανένας άλλος πριν. Εντάξει, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υποτίθεται ότι ήταν πάντα το «stupid party», με τους διανοούμενους υποτίθεται ότι δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Ηταν το κόμμα που έκανε πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους – τον άνθρωπο που σε μια στιγμή η οποία μπορεί να ερμηνευτεί και ως κρίση αυτογνωσίας είχε δώσει συγχαρητήρια στους αριστούχους ενός σχολείου καλώντας παράλληλα τους σκράπες να παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι μια μέρα μπορεί να γίνουν πρόεδροι των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ όμως είναι ένα φαινόμενο μέσα στο φαινόμενο. Μια κινούμενη βόμβα ακατασχεσιολογίας, κλινικού ναρκισσισμού, ασχετοσύνης, σύγχυσης. Και διαπιστωμένων ψεμάτων: σύμφωνα με το PolitiFact, τα μισά απ’ όσα λέει ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών είναι καραμπινάτα ψέματα έναντι μόλις 13% της Χίλαρι Κλίντον. Οι πολιτικοί έλεγαν πάντα ψέματα. Αλλά η διαφορά είναι εμφανής. Σήμερα όχι μόνο κανένας δεν σου ζητάει να αποδείξεις ότι αυτό που λες δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν αμφισβητεί καν το ψέμα σου. Συνέβη στο NBC την περασμένη εβδομάδα. Ο Τραμπ αράδιαζε τα συνήθη του ψέματα, ο συντονιστής του προγράμματος Ματ Λάουερ απλώς τον κοίταζε. Κι ο Νίκολας Κριστόφ στους New York Times εξεγείρεται: εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε χρέος να επισημαίνουμε στους αναγνώστες μας πότε ψεύδεται ένας υποψήφιος. Ειδικά όταν είναι υποψήφιος.

Στην Ελλάδα όσοι εξήγησαν ότι είναι καραμπινάτο ψέμα να λες πως θα καταργήσεις το Μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο κατηγορήθηκαν ως γερμανοτσολιάδες, Κουίσλινγκ, πέμπτη φάλαγγα των δανειστών, υπηρέτες της τρόικας

Ο αρθρογράφος των ΝΥΤ αναρωτιέται εάν η δημοσιογραφική πίστη στον κανόνα των ίσων αποστάσεων κάνει στην ουσία έναν υποψήφιο σαν τον Τραμπ να φαίνεται κανονικός, εάν το ψέμα αλλά και η ακραία αμετροέπεια θεωρούνται πλέον μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Με άλλα λόγια, είναι OK να λες στους πολιτικούς σου αντιπάλους ότι είναι σκυμμένοι στα τέσσερα; Είναι νορμάλ να υποστηρίζεις ότι ο Πούτιν είναι καλύτερος πρόεδρος από τον Ομπάμα, να λες δηλαδή κάτι που μόλις πριν από τέσσερα χρόνια θα στοίχιζε σε έναν υποψήφιο πρόεδρο την ίδια του την υποψηφιότητα;

Θα δυσκολευόταν να μην συμφωνήσει κανείς με τον αμερικανό δημοσιογράφο. Αλλά είναι αδύνατον να μην πάει το μυαλό του στους έλληνες δημοσιογράφους που εκτέλεσαν το «κριστοφικό χρέος». Οσοι εξήγησαν ότι είναι καραμπινάτο ψέμα να λες πως θα καταργήσεις το Μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο κατηγορήθηκαν ως γερμανοτσολιάδες, Κουίσλινγκ, πέμπτη φάλαγγα των δανειστών, υπηρέτες της τρόικας. Αλλους τους τραβούσαν στο πειθαρχικό της Ενωσης Συντακτών για παράβαση των κανόνων της δεοντολογίας.

Ο φανατισμός και η «μαγκιά» του Μπέπε Γκρίλο

Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Fox Channel και στο Breitbart, τον ιστότοπο που ξεπερνά σε υπερσυντηρητικό φανατισμό ακόμη και τους σχολιαστές του Fox, για να καταλάβει από τι κινδυνεύει ο Κριστόφ και πώς μπορεί να μετατραπεί η Αμερική σε ένα αμέρικαν μπαρ που θα θυμίζει Ελλάδα. Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο, ο φανατισμός, που ξέφυγε από την εξίσωση του Κριστόφ και ενδεχομένως και από πολλούς έλληνες συναδέλφους του. Με άλλα λόγια, τι κάνεις όταν επισημαίνεις το ψέμα, την παραδοξολογία, την προσβολή, την ασχετοσύνη και ο πολιτικός, δηλαδή η εξουσία, σε χαρακτηρίζει «υπηρέτη του αφεντικού σου», «βοθροκάναλο», «λιβανιστήρι», «θεραπαινίδα της διαπλοκής», «παπαγαλάκι της αργυρώνητης δημοσιογραφίας»;  Πώς αντιδράς όταν πέφτει όλη αυτή η γλίτσα πάνω σου;

Οταν μια δημοσιογράφος της Repubblica εξέθεσε στους αναγνώστες της εφημερίδας της μια σειρά ψέματα του Γκρίλο εκείνος ζήτησε από τους οπαδούς του να γράψουν στο μπλογκ του τι θα της έκαναν εάν την είχαν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον οχετό που ακολούθησε. Και τρέμει στην ιδέα πόσοι πολλοί είναι πλέον οι πολιτικοί που θα μπορούσαν να ζητήσουν από τους οπαδούς τους κάτι αντίστοιχο.