Παρακολούθησα τη διαδικτυακή συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στο κομματικό του κανάλι, όπου από χιλιάδες ερωτήσεις που έγιναν μέσω του twitter πέρασαν τους κομματικούς επιλογείς λιγότερο από 1%. Εγώ θέλω να μείνω στην αντίδραση του κ. Τσίπρα σε μια ερώτηση, την προτελευταία της συνέντευξης. Εκεί, ο κομματικός δημοσιογράφος, με ένα μικρό χαμόγελο αμηχανίας και συστολής, είπε στον κ. Τσίπρα: «Έχω εδώ και μια πολύ συμβατική ερώτηση: “Πού θα βρείτε τα λεφτά για να εφαρμόσετε το πρόγραμμά σας;”». Μικρά συννεφάκια εκνευρισμού ρυτίδωσαν το μέτωπο του προέδρου, και μετά έδωσε μια απάντηση που με άφησε με το στόμα ανοιχτό, τόσο που δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι πραγματικά την άκουσα. (Ομολογώ ότι πριν την αναπαράγω εδώ τηλεφώνησα σε έναν φίλο που είδε τη συνέντευξη, για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν παραίσθησή μου.) Ο κ. Τσίπρας απάντησε στην ερώτηση περί του «πού θα βρει τα λεφτά» ως εξής: «Επειδή αυτή η συνέντευξη θέλω να είναι πραγματικά μη-συμβατική, αυτή την ερώτηση δε θα την απαντήσω.».
Κι έτσι, εν ονόματι της μη-συμβατικότητας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε, δέκα μέρες πριν από τις εκλογές, να δώσει τη μόνη απάντηση που είναι εντελώς απαραίτητο να ακούσει όποιος σκοπεύει να τον ψηφίσει θέλοντας να ξέρει τι κάνει: δηλαδή, το τι θα του ξημερώσει η επόμενη των εκλογών.
Βέβαια στην απάντηση, ή μάλλον τη μη-απάντηση, του κ. Τσίπρα, με αιφνιδίασε μόνο η έκταση της απροκάλυπτης περιφρόνησης για τους ψηφοφόρους. Γιατί κατά τα άλλα δεν εξεπλάγην. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων το οφείλει κυρίως στην πλήρη αποπομπή της λογικής, του ρεαλισμού, και των επιχειρημάτων από τον δημόσιο λόγο, για να βάλει στη θέση τους τη διέγερση του θυμικού, τις κατηγόριες και τις ύβρεις. Από την αρχή της κρίσης, και κυρίως από την περίοδο των «αγανακτισμένων», ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησε τη ρητορική του κατοχικού-εμφυλιοπολεμικού μίσους, βαπτίζοντας εκλεγμένες με μεγάλη πλειοψηφία κυβερνήσεις της χώρας «δοσιλογικές», περιγράφοντας τη δανειακή σύμβαση ως «εχθρική κατοχή», και την οικονομική κατάσταση των πολιτών ως «χειρότερη από την Κατοχή» (το άκουσα και αυτό σε κανάλι). Η ιστορία του τόπου έγινε έτσι ανενδοίαστα εργαλείο κομματικής προπαγάνδας.
Ο παραλληλισμός του σήμερα με την Κατοχή δεν είναι βέβαια μόνο ανιστορήτος. Είναι βαθύτατα προσβλητικός, όχι μόνο για τη νοημοσύνη όσων ξέρουν πέντε πράγματα από ιστορία, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους ανάμεσά μας και έζησαν εκείνα τα χρόνια, τις γιαγιάδες και τους παππούδες που θέλει ο κ. Καμμένος να κλειδαμπαρώσουμε στις 25 του μήνα, μπας και ψηφίσουν. Κι όσοι υπέφεραν, οι ίδιοι ή οι δικοί τους, τα πάθη του Εμφυλίου, νοιώθουν μόνο αποτροπιασμό για όποιον προσπαθεί να αναβιώσει το κλίμα του. Όμως, τα στελέχη και οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ το κάνουν κατά κόρον, μαζί με τους συνοδοιπόρους τους, τα στελέχη των ΑΝΕΛ, που των περισσότερων τα πολιτικά βιογραφικά δε βλέπω να παραπέμπουν σε άμεση πνευματική συγγένεια με τον Άρη Βελουχιώτη.
Το γιατί επιλέχθηκε αυτή η τακτική το ξέρουμε από την παγκόσμια ιστορία: η επίθεση στον αντίπαλο με αναγωγές του σήμερα σε κάποια περασμένη εποχή, μυθολογικά αναπλασμένη, είναι το ιδανικό ρητορικό-προπαγανδιστικό πλαίσιο για να βγάλεις από τη συζήτηση τα επιχειρήματα, είτε επειδή δε σε συμφέρουν, είτε επειδή δεν τα έχεις. Η αναβίωση της κατοχικής-εμφυλιοπολεμικής ρητορικής που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ επί «αγανακτισμένων» είχε κύριο σκοπό να μεταθέσει τη συζήτηση από το φλέγον πρόβλημα της χώρας, δηλαδή το οικονομικό, σε απειλές και ύβρεις. Και πέτυχε τον σκοπό της, φέρνοντας με τη συσκότιση της αλήθειας το κόμμα του κ. Τσίπρα στην πρώτη θέση των προτιμήσεων των ψηφοφόρων.
Βέβαια η διολίσθηση του πολιτικού λόγου στο επίπεδο μυθολογικής μάχης του Καλού με το Κακό, παρέσυρε, και παρασύρει ακόμη καμιά φορά, κάποιους από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά την ευθύνη γι’ αυτό την έχει το κόμμα που ξεκίνησε την κατρακύλα. Όταν εσύ, πρώτος, τοποθετείς τον διάλογο στο επίπεδο μιας λυσσαλέας πολεμικής σύρραξης, πώς περιμένεις να σου απαντήσει η άλλη πλευρά; Με επικλήσεις στον ορθό λόγο; Είναι όπως όταν κορνάρεις στον δρόμο προειδοποιητικά σε κάποιον που πάει να περάσει με ταχύτητα ένα «στοπ» κι αυτός φρενάρει, σταματήσει, βγει από το αυτοκίνητό του και σε πλησιάσει μαινόμενος, βρίζοντας χυδαία και ζητώντας σου να βγεις έξω «αν είσαι άντρας». Αποκλείεται να σου περάσει από τον νου να του τσιτάρεις Σωκράτη, Βούδα ή Βολταίρο, για να ηρεμήσει. Ή, αν είναι του χαρακτήρα σου, θα βγεις να δώσεις τον υπέρ πάντων αγώνα στην κλωτσοπατινάδα, ή θα φύγεις τρέχοντας, για να γλιτώσεις. (Η αναλογία αυτού του παραδείγματος με την τωρινή κατάσταση της χώρας, δεν είναι απόλυτη: όσοι δεν πιστεύουμε σε βρισίδια, απειλές και μπουνίδια, δυστυχώς δεν έχουμε την επιλογή να ανοίξουμε την πόρτα και να φύγουμε τρέχοντας. Είναι ο τόπος μας εδώ, να πάρει η ευχή.)
Η στρατηγική των ύβρεων και των απειλών έφτασε στο ζενίθ της όταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ζαλισμένος από τα αλαλάζοντα πλήθη των φανατικών οπαδών και τους διεθνείς του κόλακες, διεκήρυξε με σαρκαστικό χαμόγελο πριν από έναν μήνα ότι θα αντιμετωπίσει τις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες (αυτές που λέει «αγορές») παίζοντας νταούλι για να χορεύουν. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ήξερε ότι η εικονοποιΐα που διάλεξε είναι αντλημένη από τις πιο σαδιστικές τελετές βίας των ανά τον κόσμο εμφυλίων. Είτε πάντως το ήξερε είτε όχι, οι αγορές δεν εκτίμησαν τη ρητορική του έξαρση. Όταν, πρόσφατα, δυο ανώτερα οικονομικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πήγαν στο Λονδίνο να μιλήσουν με εκπροσώπους των αγορών, γύρισαν προσγειωμένοι ανώμαλα στην πραγματικότητα. (Κάποιος που ξέρει έναν από αυτούς, μου είπε ότι γύρισε στην Ελλάδα «τσακισμένος άνθρωπος».) Από τότε, στο ρητορικό ρεπερτόριο του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε ο χαβάς—μιας και ακούμε για νταούλια και λύρες, ας μείνουμε στη μελωδική ορολογία—ή, στη γλώσσα της δυτικής μουσικής, η κλίμακα, από το μελαγχολικό και τραγικό μινόρε, των οιμωγών και των ύβρεων, στο ματζόρε.
Τώρα θέλουμε ένα τραγούδι «χαρούμενο και αισιόδοξο», όπως δήλωσε ο κ. Τσίπρας στην εναρκτήρια ομιλία της προεκλογικής εκστρατείας ότι οφείλει στο εξής να είναι η διάθεσή μας. Δεν κατηγορούμε μόνο. Τώρα θριαμβoλογούμε. Στο «ανάθεμα» προσθέσαμε το «ωσαννά», με φράση-κλειδί της νέας ρητορικής το «μετά από 70 χρόνια». Αυτή την ακούμε επαναλαμβανόμενη σε δημόσιες συζητήσεις, και τη διαβάζουμε σε άρθρα που παρουσιάζουν την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως εκπλήρωση ενός μεσσιανικού οράματος που, όπως πληροφορούμαστε, «ο λαός περίμενε 70 χρόνια». Τόσο την έχουν συνηθίσει μάλιστα τη φράση στην Κουμουνδούρου, που τη χρησιμοποιούν ακόμη και μιλώντας σε ξένους επενδυτές, δηλαδή τους κύριους εκπρόσωπους του διεθνούς καπιταλισμού. Έτσι, την περασμένη βδομάδα, οικονομολόγος του ΣΥΡΙΖΑ που συνάντησε μια ομάδα fund managers, όταν ρωτήθηκε πώς θα επιβάλλει ο πρόεδρος, αν βρεθεί πρωθυπουργός, την εσωκομματική πειθαρχία στους λεγόμενους «λαφαζανικούς», απάντησε: «Λέτε να τολμήσουν να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις του Τσίπρα, όταν η Αριστερά περίμενε 70 χρόνια για αυτήν την ευκαιρία;» Οι επενδυτές έτρεξαν στη συνέχεια στο Google, να βρουν τι ακριβώς εννοούσε ο σύντροφος οικονομολόγος.
Τη φράση χρησιμοποίησε προ ημερών κι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, σχολιάζοντας σε συνέντευξή του το προσκλητήριο για μετεκλογική συνεργασία στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: «Για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια δίνει ο λαός τη δυνατότητα στην Αριστερά να διαδραματίσει κρίσιμο ιστορικό ρόλο, και το ΚΚΕ μ’ αυτή τη μεγάλη ιστορία, 90 και πλέον χρόνων, είναι αδιανόητο να σφυρίζει κλέφτικα και να απέχει (…).». Όπως ήταν αναμενόμενο, το ΚΚΕ αντέδρασε έντονα, όχι σφυρίζοντας κλέφτικα αλλά καταγγέλλοντας τον Τσίπρα για το θράσος του, να σφετερίζεται προς όφελός του την ιστορία της Αριστεράς.
Βέβαια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν στους νεότερους το τι ακριβώς συνέβη πριν από 70 χρόνια, τι δηλαδή που να είναι τόσο πολύ επιθυμητό για εμάς σήμερα. Δεν είναι όμως μυστικό: φέτος έκλεισαν 70 χρόνια από τα Δεκεμβριανά, δηλαδή την παρά λίγο πετυχημένη απόπειρα του ΚΚΕ (της «Αριστεράς», κατά ΣΥΡΙΖΑ) να καταλάβει με τα όπλα την εξουσία, μετατρέποντας την Ελλάδα σε δορυφόρο της Σοβιετικής Ένωσης, σαν την Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία και τις άλλες δύσμοιρες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Απλούστερα: φέτος έκλεισαν 70 χρόνια από τότε που η Αριστερά απέτυχε να επιβάλλει στην Ελλάδα, με τα όπλα, μια στυγνή σταλινική δικτατορία,.
Εγώ φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να εγκαθιδρύσει σήμερα δικτατορία, και μάλιστα με όπλα. Αν, με άλλα λόγια, κάποιοι στην Κουμουνδούρου έχουν τρελαθεί εντελώς από τη μυρωδιά της εξουσίας, ή πιστεύουν ότι μπορούν να μας δουλεύουν όλους ψιλό γαζί, είναι δικό τους θέμα—εγώ προσωπικά ούτε τρελάθηκα, ούτε έχω διάθεση να κοροϊδέψω κανέναν. Αλλά ισχυρίζομαι ότι η νεκρανάσταση της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής του μίσους, που εδώ και μερικά χρόνια εγκαθιδρύθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, αποπροσανατολίζοντας πλήρως τη συζήτηση από την πραγματικότητα, είναι βασικότατη αιτία της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε σήμερα: με μεγάλη πιθανότητα, δυο βήματα από τον εφιάλτη της κατάρρευσης της χώρας.
Έχοντας πλήρως προετοιμάσει το έδαφος με τρία χρόνια κατοχικής-εμφυλιοπολεμικής ρητορικής, ο μηχανισμός προπαγάνδας της Κουμουνδούρου πουλάει σήμερα όνειρο, το ματζόρε που λέγαμε, αυτό που τάχα «περίμενε ο λαός 70 χρόνια». Και καλά κάνουν, από την πλευρά τους. Είναι το καλύτερο εργαλείο για να αρνούνται ακόμη και σήμερα να μιλήσουν για την ταμπακιέρα, για το οικονομικό, για τα λεφτά —για το θέμα που θα κρίνει τα πάντα. Κάποιοι ανεξέλεγκτοι Συριζαίοι βέβαια, που τους έχει χτυπήσει κάποιο ρεύμα, ή έχουν υποστεί πρόσφατα ψεκασμό, λένε διάφορα, ασυνάρτητα, ακατάληπτα, εξωφρενικά, και βέβαια αντιφατικά μεταξύ τους, προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού. Αλλά τα πιο σοβαρά οικονομικά στελέχη του κόμματος —όσο σοβαρά είναι, τέλος πάντων— ξαφνικά δείχνουν έντονα στοιχεία εκνευρισμού όταν πιέζονται να μιλήσουν για το πού θα βρουν τα λεφτά να πραγματοποιήσουν τις εξαγγελίες τους. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στη συνέντευξη του κ. Δραγασάκη στον κ. Τσίμα, πριν από λίγες μέρες, ή στη ματαίωση, την τελευταία στιγμή συνέντευξης για τα οικονομικά, από άλλο κορυφαίο οικονομικό στέλεχος. Αλλά το βραβείο το παίρνει ο πρόεδρος του κόμματος στην προχθεσινή του διαδικτυακή συνέντευξη: «Επειδή θέλω μια μη-συμβατική συνέντευξη, δε θα απαντήσω στο πού θα βρούμε τα λεφτά.».
Σπουδαίο πράγμα η μη-συμβατικότητα: Αντί να απαντάς στο εύλογο ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσεις την απαίτηση των δανειστών, που μας έδωσαν το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία, να σεβαστούμε τις συμφωνίες μας, επικαλείσαι τα 70 χρόνια από τα Δεκεμβριανά—χωρίς βέβαια να λες την επικίνδυνη λέξη. Αντί να απαντάς στις οικονομικές ερωτήσεις των συζητητών σου, καγχάζεις ότι «θα μας πουν τώρα ότι θα κάνουμε και το παιδομάζωμα» —κατηγορείς δηλαδή τους άλλους για εμφυλιοπολεμική ρητορική, εσύ που την άρχισες. Τέλος, αντί να προτείνεις ένα έδαφος για κοινό τόπο με τις λογικές φωνές στην επόμενη Βουλή, μπας και συνεννοηθούν επί τέλους οι πολιτικοί μας για να μην πάει ο τόπος κατά διαόλου, επικαλείσαι την ομιλία του Αρη Βελουχιώτη στη Λαμία, ως τάχα ενωτικό μήνυμα (αυτό σε συνέντευξη στον κ. Χατζηνικολάου.)
Τέλος, επειδή εδώ δεν υπάρχει μόνο ο προσεκτικός κεντρικός σχεδιασμός της προπαγάνδας, αλλά και η έξαρση της μεγαλομανίας, αντί να εξηγήσεις στον κόσμο το πώς θα πείσεις τους ευρωπαίους ηγέτες, με τις διάφορες τρέλες των στελεχών σου, να σε δεχθούν ως λογικό συνομιλητή, λες ότι εσύ θα φέρεις πάνω κάτω την Ευρώπη. Πώς; Μα επειδή έχεις μαζί σου τους Ποδέμος, δηλαδή ένα ευκαιριακό κόμμα ισπανών «αγανακτισμένων», με πτωτική πορεία, και αρχηγό μια λιγότερο καλοθρεμμένη παραλλαγή του Μπέπε Γκρίλο, έναν διαδικτυακό λαϊκιστή. Και καμαρώνεις, μάλιστα, ότι σε στηρίζει με δήλωσή της η Γκάμπι Τσίμερ, η πρόεδρος της Λίνκε, δηλαδή του μόνου γερμανικού κόμματος που καταψήφισε τη βοήθεια στην Ελλάδα. Αλλά βέβαια η κυρία Τσίμερ έχει βαρύνοντα λόγο στις διεθνείς εξελίξεις, λόγω των δημοκρατικών περγαμηνών στο βιογραφικό της: ήταν στέλεχος του ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας, και μάλιστα κομματικός κομισάριος σε εργοστάσιο της δικτατορίας του Χόνεκερ.
Πέρασαν 70 χρόνια λοιπόν, για να πάμε εκεί που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να είμαστε τη Δευτέρα 26 Ιανουαρίου. Ετσι μας λένε —για το πόσο το πιστεύουν, ρωτήστε τους ίδιους. Αλλά εκείνη τη μέρα, οι ερωτήσεις που θέτει η πραγματικότητα θα πρέπει επιτέλους να απαντηθούν, από την κυβέρνηση της χώρας. Δε θα περνάει πια η επίκληση στη «μη-συμβατικότητα» της σιωπής. Δε θα περνάνε ούτε νταούλια, ούτε επικλήσεις σε όνειρα. Ο εφιάλτης της απόλυτης οικονομικής καταστροφής, μπροστά στον οποίο τα χρόνια της κρίσης θα μας φαίνονται παράδεισος, θα στέκει έξω από την πόρτα. Και όποιος έχει την εξουσία θα πρέπει να πάρει τις ευθύνες των αποφάσεων, αν θα τον αφήσει να μπει, ή όχι.
Εκεί θα μετράνε πια μόνο τα έργα, όχι τα λόγια. Η πραγματικότητα, όχι τα όνειρα. Κι ό,τι αξίζει, ή δεν αξίζει, όποιος τόσα χρόνια ρητόρευε ανέξοδα, θα φανεί στην πράξη.