Ενα αγόρι από τη Συρία, με φανέλα της εθνικής Γερμανίας, σε παιδικό σταθμό στη Γερμανία... | Reuters
Απόψεις

Πόσους μπορούμε να πάρουμε;

Στη Γερμανία είχαν προετοιμαστεί προτού καν φτάσουν οι πρόσφυγες. Και ναι, δεν τίθεται θέμα αν θα φιλοξενηθούν δίπλα σε σχολεία...
Τάσος Τέλλογλου

Οσο καιρό η Ελλάδα άφηνε τους πρόσφυγες να διασχίζουν την επικράτεια της με προορισμό την Ευρώπη, υποτίθεται ότι υπηρετούσε την επιθυμία τους για μία νέα ζωή στην ήπειρο μας. Η αντιπολίτευση εγκαλούσε τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως θα έπρεπε να κοιτάξει και προς μία σειρά από προσωπικότητες και παράγοντες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά και στο Κολέγιο των Επιτρόπων.

Τώρα οι χώρες υποδοχής αποφάσισαν να ορίσουν ανώτατα όρια των προσφύγων που θα δεχθούν τον επόμενο χρόνο.

Η Γερμανία έχει δεχθεί το 2015 αριθμό προσφύγων και μεταναστών που προσεγγίζει το 1,2% του συνολικού πληθυσμού της, η δε Αυστρία με 8,5 εκατ. πληθυσμό δέχθηκε 90.000, περίπου 1,1%.Η Σουηδία, με 9,5 εκατ. πληθυσμό δέχθηκε 200.000, ξεπερνώντας αισθητά το 2% του συνολικού πληθυσμού της.

Γράφω αυτές τις γραμμές από το Ντίσελντορφ μια πόλη 650.000 κατοίκων που έχει δεχθεί 7.000 πρόσφυγες. Τους έχει δεχθεί για να μείνουν όχι για να περάσουν. Πρακτικά όποιος χώρος υπάρχει στην πόλη, ιδιωτικός ή δημόσιος, ζητείται και αξιοποιείται, προσωρινά βεβαίως.

Επειτα από μερικές εβδομάδες -έξι κατά κανόνα -το κράτος πρέπει να έχει λύσει το πρόβλημα της στέγασης. Ομως και εδώ τα πράγματα δεν λειτουργούν με βάση τα εγχειρίδια αλλά με βάση την πραγματική ζωή και τις αντιθέσεις της. Μόνο που εδώ, όλοι οι παράγοντες της πόλης, εκκλησίες, κόμματα, φορείς της οικονομίας έχουν πέσει πάνω στο πρόβλημα για να το λύσουν χωρίς να χάνουν την ώρα τους για το πού αλλού θα μπορούσαν να πάνε οι πρόσφυγες.

Και εδώ λείπουν κρεβάτια, αλλά οι χώροι επιλέγονται πολύ προτού έρθουν οι πρόσφυγες, ύστερα από συζήτηση με τους φορείς. Μπορεί να στεγάζονται πλάι σε παιδικούς σταθμούς, όπως στο γυμναστήριο του πανεπιστημίου της πόλης , σε παλιά στρατόπεδα ακόμα και σε ακίνητα ιδιωτών αλλά δεν γίνεται αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα.

Η ελληνική κοινωνία πρέπει να μοιραστεί αυτό το λίγο που έχει. Με πόσους; Σύντομα θα ξέρει. Ομως όσο πιο γρήγορα αποδεχθούμε τα νέα δεδομένα, τόσο το καλύτερο για εμάς και για εκείνους που χωρίς να το θέλουν μένουν στη χώρα μας.