Στον πολιτικό χώρο μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ (Κέντρο, Κεντροαριστερά, Σοσιαλδημοκρατία, Μεταρρυθμιστική Παράταξη ή όπως αλλιώς την αποκαλούν) κινούνται σήμερα δύο υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Συνωστίζονται και μερικές ακόμα, πολύ μικρές έως ανύπαρκτες εκλογικά. Είναι είτε μέσα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη (πχ ένα μέρος της παλιάς ΔΗΜΑΡ) είτε έξω (πχ Ωρα Αποφάσεων των Αννας Διαμαντοπούλου και Γιώργου Φλωρίδη -ο τρίτος της αρχικής ομάδας Γιάννης Ραγκούσης έφυγε για την ΔΗΣΥ).
Η συζήτηση, που ουσιαστικά έχει ανοίξει εδώ και δύο χρόνια, κινείται γύρω από το ερώτημα αν είναι εφικτή η συνένωση όλων αυτών των δυνάμεων κάτω από ένα ενιαίο σχήμα, το οποίο θα μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις ουσιαστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, ας ανιχνεύσουμε το πολιτικό τοπίο που θα υπάρχει πριν από τις επόμενες εκλογές, πιθανότατα το φθινόπωρο του 2018.
Η ΝΔ εμφανίζεται αυτή τη στιγμή με διαφορά πρώτο κόμμα. Η συσπείρωσή της αγγίζει το απόλυτο. Ωστόσο φαίνεται ότι έχει πιάσει «ταβάνι». Ο,τι ήταν να πάρει από τον ΣΥΡΙΖΑ το έχει πάρει. Οι άλλοι «κοψοχέρηδες» ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν στους αναποφάσιστους ή τείνουν προς την αποχή. Μέχρι στιγμής. Ετσι, το στοίχημα της αυτοδυναμίας παραμένει ανοικτό και θα εξαρτηθεί και από τις εξελίξεις στον ενδιάμεσο χώρο, τον οποίο παλιότερα κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ , στη χειρότερη ίσως στιγμή του, εμφανίζει δημοσκοπική καχεξία. Η ηγεσία του θα επιχειρήσει να επανασυσπειρώσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους με τη δοκιμασμένη μέθοδο της μετωπικής σύγκρουσης με την ΝΔ. Και δεδομένου ότι οι ψηφοφόροι αυτοί είναι, στην πλειοψηφία τους, παραδοσιακά αντιδεξιοί, έχει πιθανότητες να επαναφέρει κάποιους.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο ρόλος του τρίτου, ενδιάμεσου, κόμματος. Είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να προσελκύσει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, οι οποίοι δεν θα ψηφίσουν ΝΔ. Αν τους πείσει, αυτό το ενδιάμεσο κόμμα μπορεί να δει τα ποσοστά του να αυξάνονται σημαντικά και ο ΣΥΡΙΖΑ να υφίσταται ένα είδος εκλογικής πανωλεθρίας. Αν όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει ισχυρός παίκτης στην αντιπολίτευση, χωρίς αυτοδυναμία της ΝΔ, δηλαδή αυτό που στην ουσία επιδιώκει ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο ρόλος, λοιπόν, του ενδιάμεσου κόμματος μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός. Ομως, για να συμβεί αυτό, πρέπει να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες για ενιαία έκφραση του κεντρώου(ή όπως αλλιώς τον αποκαλούν) χώρου. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις, μετά το πρόσφατο συνέδριο της ΔΗΣΥ και την απόφαση ότι ο (η) αρχηγός θα εκλεγεί από την κομματική βάση με την εγγύηση της επιτροπής υπό τον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο. Ηταν ο βασικός όρος που είχε θέσει το Ποτάμι.
Αντίθετα, αν υπερισχύσουν άλλες επιδιώξεις (ανέφικτοι στόχοι, μικροφιλοδοξίες και εγωϊσμοί πολλών κομμάτων και κομματιδίων, αρχηγών και αρχηγίσκων), το εγχείρημα θα πάει στράφι. Χρειάζεται ένα κόμμα και ένας (μία) αρχηγός, που θα αναδειχθεί με ανοιχτή ψηφοφορία από ευρεία κομματική βάση. Οσοι και όσες φιλοδοξούν να ηγηθούν ας προσέλθουν.
Ενα τρίτο μεγάλο κόμμα, το οποίο θα παρεμβληθεί μεταξύ μιας ανερμάτιστης Αριστεράς και μιας Δεξιάς που εμφανίζει ρεβανσιστικές διαθέσεις, είναι απαραίτητο. Τα πολλά κόμματα και κομματίδια ευνοούν τις επιδιώξεις των δύο μεγάλων και ιδίως του κ. Τσίπρα.
Αλίμονο αν στις επόμενες εκλογές έχουμε μετωπική ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα, μετά τις εκλογές, θα χρειάζεται τις μετριοπαθείς και υπεύθυνες δυνάμεις, που υπάρχουν στο χώρο του Κέντρου και θα είναι κρίμα να μείνουν στο περιθώριο. Για να μη συμβεί αυτό, πρέπει οι πρωταγωνιστές τους να ασπαστούν την αρχή «η ισχύς εν τη ενώσει».