Ας αρχίσουμε με ένα ιστορικό (αλλά όχι και τόσο παλιό, τηρουμένων των χρονικών αναλογιών) παράδειγμα: Πριν από σχεδόν 40 χρόνια (Μάιος 1979) υπογράφεται στο Ζάππειο η συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Εναν μήνα μετά η συμφωνία κυρώνεται από τη Βουλή.
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αγνοήσει τις αντιδράσεις (ίσως το «όχι» να ήταν πλειοψηφικό στην κοινή γνώμη) και έκανε πράξη τη σημαντικότερη μεταπολεμική για την Ελλάδα απόφαση. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου δεν πήγε στην τελετή του Ζαππείου και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (δεν καταψήφισαν μεν, αλλά) απέσχον από την ψηφοφορία στη Βουλή. Ηταν ένα μεγάλο λάθος. Το οποίο αναγνώρισε έμπρακτα ο Ανδρέας, αφού αργότερα ως Πρωθυπουργός δεν έβγαλε τη χώρα από την ΕΟΚ, όπως υποσχόταν ως αντιπολίτευση. Μάλιστα, προετοίμασε (μετά το 1993) την ένταξη στον ευρώ, την οποία έκανε πράξη η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη το 2000. Το ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε έμπρακτα εκείνο το λάθος, αφού το 2009 στελέχη του παρέστησαν στην επετειακή εκδήλωση (30 χρόνια) πάλι στο Ζάππειο.
Γιατί έχει σημασία για το σήμερα αυτή η υπενθύμιση; Για δύο λόγους. Πρώτον, για να καταδείξει ότι οι ηγέτες (πρέπει να) πηγαίνουν κόντρα στο (πρόσκαιρο) λαϊκό αίσθημα, όταν κρίνουν ότι αυτό μπορεί να βλάψει τον τόπο μακροπρόθεσμα. Αν ο Καραμανλής του 1979 άκουγε τις τότε αντιδράσεις, η Ελλάδα μπορεί να μην ήταν σήμερα ευρωπαϊκή χώρα, αλλά στο επίπεδο κάποιας βαλκανικής. Ευτυχώς, δεν το άκουσε. Δεύτερον, για να αποδειχθεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η αντιπολίτευση δεν πρέπει να σύρεται, χάριν ψηφοθηρίας, πίσω από τις εύκολες αντιδράσεις, πόσω μάλλον να τις καθοδηγεί. Αργότερα θα αναγκαστεί να παραδεχθεί το λάθος της.
Τέλος η ιστορική αναδρομή, ερχόμαστε στο σήμερα. Αν και το Μακεδονικό ή (χάριν ευφημισμού) Σκοπιανό δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, ανάλογης με την ευρωπαϊκή ένταξη σημασίας θέμα, επηρεάζει την τρέχουσα πολιτική ζωή περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το χρησιμοποιεί (και) για να δυσκολέψει την αντιπολίτευση. Απαράδεκτο. Και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αμύνεται με λάθος τρόπο, αρνούμενη ακόμα και τη θέση της κυβέρνησης Καραμανλή το 2008 και συρόμενη πίσω από άνευ αντικειμένου συλλαλητήρια, υπό το φόβο «τρελών στρατηγών». Λάθος.
Επειδή, όμως, αυτά είναι μικροπολιτικά και έχουν αναλυθεί επαρκώς (εδώ και εδώ), ας επικεντρωθούμε στην ουσία. Παρά τα επιφαινόμενα, η λύση στο πρόβλημα βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ. Η νέα μετριοπαθής κυβέρνηση της ΠΓΔΜ έχει αποφασίσει να εντάξει τη χώρα της στο ΝΑΤΟ και να ανοίξει το μακρύ δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σ’ αυτούς τους δύο στόχους συμφωνεί και όλη η αντιπολίτευση, παρά τις αντιδράσεις του εθνικιστικού κόμματος στο θέμα των υποχωρήσεων που πρέπει να κάνει προς την Ελλάδα, κυρίως στο όνομα.
Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ φέρεται ότι διαβεβαίωσε τον Αλέξη Τσίπρα πως θα κάνει «τα αδύνατα δυνατά» για να προχωρήσει η λύση. Δεν θέλει να χρεωθεί και αυτή τη φορά η χώρα του το κόστος ενός «όχι», όπως το 1992 και το 2008. Οι αντιδράσεις της εθνικιστικής αντιπολίτευσης ήταν ηπιότερες του αναμενομένου (έτσι εξελήφθησαν και στην Αθήνα) και αυτό αποδίδεται σε διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων και σε ποινικές εκκρεμότητες που έχει η προηγούμενη ηγεσία της.
Για την επίτευξη λύσης υπάρχουν δύο εμπόδια:
1. Το όνομα. Ομως, είναι η πρώτη φορά που και στις δύο πλευρές δεν θεωρείται ότι θα αποτελέσει αιτία αποτυχίας. Ειδικά η ελληνική κυβέρνηση φέρεται διατεθειμένη να αποδεχθεί μια σύνθετη ονομασία στο πλαίσιο της πρότασης της κυβέρνησης Καραμανλή το 2008.
2. Το Σύνταγμα. Η αναθεώρησή του δεν είναι εύκολη υπόθεση – και για λόγους χρόνου. Ομως και σ΄αυτό φαίνεται ότι μπορεί να βρεθεί λύση. Ενα μέρος της, μάλιστα, υπέδειξε ο Ευάγγελος Βενιζελος, ο οποίος υπενθύμισε ότι, μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η γειτονική χώρα έκανε 32 αλλαγές στο Σύνταγμά της. Και, σε κάθε περίπτωση, θεωρεί ότι η διαβεβαίωσή της, μέσα από τη Ενδιάμεση Συμφωνία, ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις σε γειτονικές χώρες κατοχυρώνει της Ελλάδα (εδώ και εδώ οι δύο σημαντικές αναρτήσεις του Βενιζέλου για το επίμαχο ζήτημα).
Εχουμε, λοιπόν, μπροστά μας όλο το (διαμορφούμενο) πλαίσιο λύσης. Ονομα κοινά αποδεκτό, με βάση την πρόταση του 2008, την οποία έχει αποδεχθεί η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων. Η κυβέρνηση έχει το αγκάθι του κ. Καμμένου. Ωστόσο στο κυβερνητικό επιτελείο θεωρούν ότι, αν έρθει η λύση στη Βουλή, ο υπουργός Αμυνας δεν θα την καταψηφίσει (μπορεί οι ΑΝΕΛ να επιλέξουν τη λύση της αποχής).
Αν η λύση έχει τα χαρακτηριστικά του 2008 και το θέμα του Συνταγματος της ΠΓΔΜ καλύπτεται με τον τρόπο που αναλύει ο κ. Βενιζέλος, ούτε το Κίνημα Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΚΙΔΗΣΟ, ΔΗΜΑΡ κ.α.) θα έχει λόγο να την καταψηφίσει. Μάλιστα, υπάρχουν βουλευτές που θα την υπερψηφίσουν σίγουρα. Πιθανότατα δεν θα καταψηφίσει ούτε το ΚΚΕ, το οποίο μπορεί να επιλέξει την αποχή.
Και μένει η ΝΔ. Η οποία θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση Μπορεί σε αυτή τη φάση ο κ. Μητσοτάκης, υπό την πίεση των συλλαλητηρίων και της ακραίας δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, που είναι η πιο συμπαγής και δραστήρια, να επιλέγει την άρνηση. Ωστόσο, αν η λύση που θα έρθει έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, δύσκολα θα μπορέσει να εξηγήσει πειστικά γιατί απορρίπτει μια πρόταση ανάλογη εκείνης του 2008 (κυβέρνηση Καραμανλή). Η δυσκολία θα είναι μεγαλύτερη, αν άλλα κόμματα-και ειδικά το Κίνημα Αλλαγής- φερθούν υπεύθυνα και δεν την απορρίψουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο κ. Βενιζέλος, ο πιο σφοδρός πολέμιος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χαρακτηρίζει «αμήχανη» τη στάση της ΝΔ και αποδομεί πλήρως τον ισχυρισμό του κ. Μητσοτάκη ότι η λύση πρέπει να αναζητηθεί «σε άλλη συγκυρία» (εδώ το άρθρο Βενιζέλου στο «Βήμα της Κυριακής»).
Εν κατακλείδι: αυτή τη φορά υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι βρισκόμαστε κοντά (περισσότερο παρά ποτέ) στη λύση του προβλήματος. Η άλλη πλευρά είναι σήμερα η επισπεύδουσα. Αν αποδεχθεί τα βασικά ελληνικά αιτήματα (έτσι φαίνεται), η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να προχωρήσει, αγνοώντας τον Καμμένο. Και η αντιπολίτευση, η υπεύθυνη αντιπολίτευση, έχει κάθε λόγο να συμβάλει. Και θα το κάνει.
Οποιος επιλέξει το λαϊκισμό και την, αμφίβολης αποτελεσματικότητας, ψηφοθηρία-αυτό αφορά ειδικά τον κ. Μητσοτάκη- απλώς θα επιβεβαιώσει τον αφοριστικό στίχο του ποιητή: «Δεν έφταιγεν ό ίδιος/τόσος ήτανε».