Είναι κάτι παραστάσεις, που σε παίρνουν από το πρώτο δευτερόλεπτο της έναρξης τους, στον «τόπο» τους. Η παράσταση «Τρεις Αδελφές» του Αντον Τσέχωφ, στο θέατρο Πορεία, σε παίρνει, από την ώρα ακόμα που αναζητάς τη θέση σου με το εισιτήριο σου στο χέρι. Κι αυτό, γιατί ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου είχε την ευφυή ιδέα, να στέκονται επί σκηνής εξ αρχής οι πρωταγωνίστριές του και στο βλέμμα τους να διακρίνεις ότι έχουν ήδη μπει στο ρόλο τους. Αμέσως μετά, παρακολουθούμε σύσσωμο τον θίασο, σε μια σειρά στρατιωτικής τάξης, να προσφέρουν λουλούδια στον τάφο του πατέρα.
Αξίζει να προσέξετε τα χέρια των ηθοποιών, τις σχεδόν χορευτικές κινήσεις του ενός στον άλλον. Μα, αυτές ακριβώς οι λεπτομέρειες αναγάγουν τη βραδιά σε μαγικά θεατρική. Οταν τη ματιά σου τραβάει, όχι μόνο ο πρωταγωνιστής αλλά και ο πιο κομπάρσος, όπως η Κορίνα Κόκκαλη που υποδύεται μια καθαρίστρια. Με τον τρόπο που σερβίρει ή που στέκεται. Το θέατρο δηλαδή ως ολότητα παραγόντων.
Οσο μ΄ενδιαφέρει το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, άλλο τόσο, μάλλον μπορεί και περισσότερο, μ΄ενδιαφέρει η πορεία ενός ανθρώπου στην τέχνη του. Η διαδρομή του. Το πού φτάνει τον πήχη των προσδοκιών του και πόσο μπορεί να υποστηρίξει το ύψος που βάζει. Το αν καταδέχτηκε να φθηνύνει ή όχι στο διάβα του. Ενας Τσέχωφ, με ελληνικό βαλάντιο «κρίσης», σε ένα θέατρο δίπλα στην Πλατεία Βικτωρίας, σε μια Αθήνα αιμορραγούσα, σε μια χώρα θλιβερή που σέρνεται στον λαϊκισμό και ξεσκίζεται στη διαρκή ματαίωση… Τσέχωφ πάνω σε Τσέχωφ… Τι ιερή περίπτωση είναι οι καλλιτέχνες και δη στις μέρες μας! Τι ιερή η προσπάθειά τους για υψηλή τέχνη!
Εχει νόημα να σας γράψω μια περίληψη του συγγραφικού αριστουργήματος «Τρεις αδελφές»; Εργο του 1901. Ο Τσέχωφ ο πλέον πολύ-παιγμένος συγγραφέας. Κι εκείνο το «Στη Μόσχα αδελφές μου» σχεδόν εμβληματικό. Ενα συγκλονιστικό ψυχογράφημα. Ενας Τσέχωφ εσαεί σύγχρονος. Μέσα από την συνεχή υπενθύμιση του «Στη Μόσχα» ξύνει, μόνιμα ανοιχτή, ανθρώπινη πληγή… Μια Μόσχα για τον καθένα μας. Μόσχες και Μόσχες! Η ελπίδα, οι προσδοκίες, το όνειρο, οι διαψεύσεις. Η φθορά, η ματαιότητα, η πλήξη, η εργασία, ο γάμος, οι συμβάσεις, η αρχοντιά, ο νεοπλουτισμός, η ξιπασιά. Η ζωή εν τέλει.
Θα ήθελα όμως να σταθώ σε μερικές ερμηνείες που τράβηξαν την προσοχή μου με την ιδιότητα του απλού θεατή.
Η Λένα Παπαληγούρα ως η μικρή αδελφή, η Ειρήνη. Πρώτη φορά είχα την ευκαιρία να τη δω σε θεατρική σκηνή. Αυτό το πλάσμα έχει κάτι διεγερτικά παράταιρο. Βλέπεις μια μικρόσωμη φιγούρα και ένα προσωπάκι σαν να βγήκε από πίνακα του Μπουσέ, μια παιδικότητα με τόση λεπτή χάρη στις κινήσεις της, σε όλη την πρώτη και δεύτερη πράξη… Και ξαφνικά βγάζει ένα ήχο φωνής με τόσο τσαγανό, που δεν το περιμένεις. Κι έτσι χειρίζεται και τον ρόλο. Ξετυλίγει κάθε πτύχωση της Ειρήνης της.
Η Ιωάννα Παππά ως η μεσαία ηλικιακά αδελφή, η Μαρία. Ενα κορίτσι που ως φυσιογνωμία νομίζεις ότι αν το φυσήξει ο αέρας θα χαθεί. Κι όμως, πάνω στη σκηνή καταφέρνει ν΄αποδώσει εξαιρετικά το πιο ρισκαδόρικο στοιχείο σε ρόλο. Του κλαυσίγελου. Του τόσο τραγικού που καταλήγει φρικτά κωμικό. Κι άλλοτε βουτάει στην πλήξη και άλλοτε λικνίζεται στη γοητεία του θηλυκού όταν αφήνεται σε έρωτα.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ως η μεγάλη αδελφή, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια δεν έμοιαζε να έχει αποχωριστεί τον ρόλο της από το Μεγάλη Χίμαιρα. Ενώ την παρακολουθούσα με προσοχή, στιγμές στιγμές παρεμβάλλονταν η εικόνα και τα χαρακτηριστικά ακόμα και στην ομιλία της, της «Γαλλίδας». Είναι σαν να την καταδιώκει η επιτυχία που σημείωσε (και συνεχίζει και φέτος παράλληλα) και να ακροβατεί μεταξύ δύο ρόλων.
Η Μαριάννα Δημητρίου ως μια πληθωρική Φελινική φιγούρα που αξιοποίησε κάθε στοιχείο, γεμίζοντας τον χώρο και υπηρετώντας κάθε σατιρική αιχμή του έργου.
Ο Κώστας Κορωναίος ως ο δάσκαλος, ο δασκαλάκος, ο ανθρωπάκος. Ολα τα υποκοριστικά της συγκατάβασης και της μιζέριας. Με μια σοφή αίσθηση δοσολογίας.
Γράφω, καταγράφω, έχω τύψεις ότι δεν γράφω για έναν έναν, για όλους, για κάθε σκηνοθετικό εύρημα… Ολα τα ψυχαναγκαστικά που περνάει όποιος έχει παρακολουθήσει μια δουλειά που του άρεσε και που αποπνέει σοβαρότητα, αναζήτηση και θεατρικό ήθος. Ενός σκηνοθέτη, που «εξελληνίζει» τόσο αριστοτεχνικά το θεατρικό έργο, δίνοντας για παράδειγμα ελληνικά ονόματα στους ηθοποιούς ή στολίζοντας την παράσταση με ελληνικά τραγούδια, (τόσο έξυπνο εύρημα), που νομίζεις ότι πέραν του γεγονότος ότι ίσως θέλει να δώσει το στίγμα ενός «παγκόσμιου» Τσέχωφ (πατρίδα στα έργα του είναι ο άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση) συγχρόνως κατορθώνει να εξοικειώσει το κοινό με τη μεγάλη δραματουργία με αξιοσέβαστα λεπτό χειρισμό.
Η ουσία είναι, ότι εκείνο το απόγευμα που παρακολουθήσαμε την παράσταση «Τρείς αδελφές» με τη φίλη μου την Εύη και αφού την ψιλολογήσαμε μετά και με ένα ποτήρι κρασί στο IT στην Σκουφά, κατέληξα άγρια μεσάνυχτα να κατεβάζω από τη βιβλιοθήκη μου εκείνο το παλιό βιβλίο και να διαβάζω και να διαβάζω και να μελετάω τις σημειώσεις που είχα γράψει κάποτε….Ο Δ. Τάρλοου, ακόμα μια φορά, σου δίνει το έναυσμα. Τι άλλο απ΄αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη; Αλλωστε δεν πρόκειται να ξεμπερδέψεις ποτέ με τον Τσέχωφ. Εν ζωή….