Eχοντας διανύσει την πρώτη τριακονταπενταετία σαν πλήρες μέλος, η χώρα μας έχει ζήσει καλές και κακές στιγμές ευρωπαϊκής πολιτικής. Έχει ζήσει στιγμές όπου η ελληνική πολιτεία με τρόπο μεθοδικό επεδίωξε και επέτυχε υψηλούς στόχους, όπως την ένταξη της Κύπρου, αλλά και στιγμές μάλλον απογοητευτικές.
Επειδή η ΕΕ εμπλέκεται πλέον σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, από την εμπορική κατοχύρωση την ονομασίας προέλευσης ενός τυροκομικού προϊόντος μέχρι την χρηματοδότηση έργων υποδομής, έχει μεγάλη σημασία η ευρωπαϊκή πολιτική μας να δρα αποτελεσματικά όχι μόνο στα «μεγάλα» και προβεβλημένα στη δημοσιότητα ζητήματα αλλά και σε δεκάδες άλλα μικρότερα που αποτελούν αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων και των κρατών μελών.
Όταν ανέλαβα υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα στα ευρωπαϊκά θέματα και την οικονομική διπλωματία, τον Ιούνιο του 2012, υπήρχαν πολλά επείγοντα και σημαντικά ζητήματα που αποτελούσαν σαφείς προτεραιότητες. Μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς διαχείρισης της κρίσης, ελάχιστος χρόνος και ενέργεια περίσσευαν για πιο μεσοπρόθεσμες στρατηγικές. Παρόλα αυτά, από την πρώτη ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων μου έθεσα σαν στόχο την προώθηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο της μεγα-περιφέρειας Ιονίου-Αδριατικής.
Είχα παρακολουθήσει τα προηγούμενα χρόνια από κοντά την υλοποίηση παρόμοιων πρωτοβουλιών στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και των παραδουνάβιων χωρών, που είχαν δώσει εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα, ιδίως στην περιοχή της Βαλτικής. Δεν έτρεφα βεβαίως καμία αυταπάτη ότι τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, ακόμα και αν υλοποιούντο, θα μπορούσαν να επιλύσουν το τεράστιο πρόβλημα ύφεσης και ανεργίας που αντιμετώπιζε η χώρα. Ήταν πάντως μια δράση που είχε ελάχιστο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο, αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων ερχόταν από τα κοινοτικά ταμεία, ενώ θα μπορούσε να δώσει κάποιες αναπτυξιακές ανάσες σε περιφέρειες ιδιαίτερα προβληματικές, όπως η Ήπειρος.
Oσο «επαναστάτης» και αν είναι κανείς, όσο σταλινικός, όσο νεομαρξιστής βρετανικής κοπής, όσο θαυμαστής του Τσάβες ή του Τσαουσέσκου, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί μπορεί να τον ενοχλεί η περιφερειακή πρωτοβουλία
Ήρθαμε σε επαφή με τις ενδιαφερόμενες χώρες και ξεκινήσαμε μαζί με την Ιταλία τις προσπάθειες προώθησης της πρωτοβουλίας. Πείσαμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον τότε αρμόδιο Επίτροπο Γιοχάνες Χαν για την σοβαρότητα των προθέσεων και την προστιθέμενη αξία της. Και τελικά κατορθώσαμε, στο σύντομο διάστημα των δύο χρόνων, πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμαστε, να δούμε τις προσπάθειες αυτές να δίνουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Τον Ιούνιο του 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε το Σχέδιο Δράσης ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε οριστικά την στρατηγική της μακρο-περιφέρειας.
Η Στρατηγική της Αδριατικής και Ιονίου (EUSAIR) καλύπτει τέσσερις χώρες της ΕΕ (Ελλάδα, Ιταλία, Σλοβενία, Κροατία) και τέσσερις χώρες εκτός ΕΕ (Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Αλβανία) και φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι οριζόντιες και τομεακές πολιτικές της ΕΕ ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η ελκυστικότητα της περιοχής, να διαφυλαχθεί το φυσικό περιβάλλον και να τονωθεί η απασχόληση, με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια ύψους 50 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020.
Τα τελευταία δύο χρόνια δεν παρακολουθούσα από κοντά την εξέλιξη αυτής της πρωτοβουλίας αλλά φανταζόμουν ότι η προετοιμασία και υλοποίηση των συγκεκριμένων προγραμμάτων προχωρεί με τη συμμετοχή τόσο της κεντρικής διοίκησης όσο και των περιφερειών.
Αντιλαμβάνεσθε την έκπληξη αλλά και την αγανάκτησή μου όταν πριν μερικές εβδομάδες, στις 22 Φεβρουαρίου, διάβασα μια πρωτοφανή δήλωση της αρμόδιας για Περιφερειακή Πολιτική Επιτρόπου Κορίνας Κρέτσου, από τη Ρουμανία. Ιδού το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ από το euroactive.
«Την έντονη δυσαρέσκειά της για την πορεία υλοποίησης της Στρατηγικής Αδριατικής-Ιονίου εξέφρασε η Κορίνα Κρέτσου σε εκδήλωση για τα Γραφεία εκπροσώπησης των ευρωπαϊκών Περιφερειών που πραγματοποιήθηκε χθες στις Βρυξέλλες.
Η Επίτροπος αρμόδια για την Περιφερειακή Πολιτική επαίνεσε, αρχικά, τις στρατηγικές μακροπεριφερειών χαρακτηρίζοντας τες “εξαιρετικές πρωτοβουλίες”. Ωστόσο, άλλαξε τόνο όταν αναφέρθηκε στην στρατηγική Αδριατικής-Ιονίου, την προεδρία της οποίας κατέχει η Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο.
“Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη με τη στρατηγική Αδριατικής-Ιονίου”, δήλωσε η κυρία Κρέτσου υποστηρίζοντας ότι παρότι έχουν περάσει δύο χρόνια από τη δημιουργία της, δεν έχει υλοποιηθεί κανένα μεγάλο έργο ούτε έχουν επιτευχθεί σημαντικά αποτελέσματα, σε αντίθεση με άλλες στρατηγικές όπως αυτή της Βαλτικής. Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα η ημερομηνία της δεύτερης ετήσιας συνάντησης των μελών της στρατηγικής η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα.»
Πρόκειται πράγματι για πρωτοφανή δήλωση αν αναλογισθεί κανείς ότι οι ευρωπαίοι επίτροποι χρησιμοποιούν μια εξαιρετικά στρογγυλεμένη διπλωματική γλώσσα και αποφεύγουν διενέξεις με τα κράτη μέλη.
Δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή εξήγηση από πλευράς υπουργείου Εξωτερικών.
Δεν πρόκειται ούτε για επαναστατικό οίστρο ούτε για ιδεολογικό κώλυμα. Πρόκειται απλά και μόνο για οκνηρία, κοινώς τεμπελιά. Οι «επαναστάτες» έχουν μεταμορφωθεί στους ρέμπελους των Αθηνών, με τη σημερινή έννοια της λέξης ρέμπελος
Προσπάθησα να υποθέσω τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει σε αξιοποίηση των ευκαιριών που προκύπτουν από αυτήν την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία αλλά δεν είναι καν ικανή να ορίσει εγκαίρως ημερομηνία για την υπουργική σύνοδο που πρέπει να οργανωθεί προσεχώς.
Ανέτρεξα νοερώς σε όλο το ιδεολογικό φάσμα της σημερινής συγκυβέρνησης σε αναζήτηση κάποιου ιδεολογικού κωλύματος. Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να βρω καμία εξήγηση. Δεν πρόκειται για κάποια αμαρτωλή ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία. Ούτε για επιταγή της Τρόικας ή του ΔΝΤ.
Πρόκειται για δράσεις συγχρηματοδοτούμενες από τα ευρωπαϊκά ταμεία στις οποίες θα μπορούσαν να συμμετέχουν η τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση και άλλοι δημόσιοι ή ημιδημόσιοι φορείς. Και βεβαίως να δημιουργηθούν θέσεις εργασίες σε περιοχές που πλήττονται ιδιαιτέρως από την ανεργία. Όσο «επαναστάτης» και αν είναι κανείς, όσο σταλινικός, όσο νεομαρξιστής βρετανικής κοπής, όσο θαυμαστής του Τσάβες ή του Τσαουσέσκου, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί μπορεί να τον ενοχλεί η περιφερειακή αυτή πρωτοβουλία.
Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη πιθανή εξήγηση. Μήπως οι κυβερνώντες επιδιώκουν την όξυνση της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών αντιθέσεων για να έρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στην Επανάσταση; Ομολογώ ότι ποτέ μου δεν πίστεψα σε τέτοιες συνομωσιολογικές εξηγήσεις, παρότι ο κ. Κατρούγκαλος μας επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι είναι κομμουνιστής από τα 15 του.
Νομίζω ότι τελικά η εξήγηση είναι πιο απλή. Δεν πρόκειται ούτε για επαναστατικό οίστρο ούτε για ιδεολογικό κώλυμα. Πρόκειται απλά και μόνο για οκνηρία, κοινώς τεμπελιά. Οι «επαναστάτες» έχουν μεταμορφωθεί στους ρέμπελους των Αθηνών, με τη σημερινή έννοια της λέξης ρέμπελος.
* Ο Δημήτρης Κούρκουλας ήταν υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για ευρωπαϊκές υποθέσεις, την περίοδο Ιούνιος 2012-Ιανουάριος 2015. Υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διετέλεσε Πρέσβης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Λίβανο, στη Βουλγαρία και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το 2016 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ.