Είναι το success story που επιστρατεύεται τα τελευταία χρόνια για να τονώσει το ηθικό μιας χώρας σε κρίση. Βρίσκεται στο προσκήνιο επειδή της φέρνει τα έσοδα που έχει τόση ανάγκη. Ο δυνατός κρίκος σε μια αλυσίδα όπου οι άλλοι εξασθενούν. Ο τουρισμός είναι ο πυλώνας της οικονομίας μας.
Άλλωστε τα ρεκόρ σε αφίξεις διαδέχονται το ένα το άλλο. Ότι ο ρυθμός των εσόδων δεν είναι ανάλογος, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Όπως και ότι τα ρεκόρ δεν αφορούν όλους τους προορισμούς και όλες τις επιχειρήσεις.
Μια εικόνα νίκης η οποία αξιοποιείται από το πολιτικό προσωπικό για να δημιουργήσει τη βάση αισιοδοξίας και προοπτικής. Που υποστηρίχθηκε και από τους εκπροσώπους του τομέα, με στόχο ο τουρισμός να αποκτήσει πιο σημαντική θέση στη δημόσια ατζέντα. Και την απέκτησε.
Η εικόνα αυτή όμως έχει μετατραπεί και στην «Αχίλλειο πτέρνα» του. Μια και το ίδιο διάστημα βλέπουμε μια σειρά από φοροδοτικά μέτρα να βαραίνουν αυτή την «ατμομηχανή». Είδαμε λοιπόν αύξηση του ΦΠΑ στο 13% για τη διαμονή και στο 24% για την εστίαση – πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο του διεθνούς ανταγωνισμού. Είδαμε ακόμη μια ανεκτική στάση απέναντι στον αθέμιτο ανταγωνισμό από τις μισθώσεις καταλυμάτων. Και βλέπουμε τώρα τον φόρο διαμονής: μια νέα φορολογική υποχρέωση, η οποία θα ισχύσει για ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια από την 1η Ιανουαρίου. Με εύρος χρέωσης στον πελάτη από 50 λεπτά έως τέσσερα ευρώ ανά δωμάτιο, ανάλογα με την κατηγορία.
Είναι προφανές ότι σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας η κυρίαρχη άποψη είναι ότι «ο τουρισμός αντέχει». Η άποψη αυτή τον εγκλωβίζει στην εικόνα ευρωστίας και ευφορίας που έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια και που δύσκολα πλέον θα την αποδομήσει. Αυτό φυσικά έχει να κάνει με τη γενικότερη αντίληψη. Η οποία είναι φυσικό να βλέπει την ευημερία στον τομέα και σε όσους δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά, ειδικά αυτά τα οκτώ χρόνια της κρίσης. Και ισχύει ως έναν βαθμό. Στην κρίσιμη μάζα όμως; Πώς να πειστεί η κοινωνία, εν μέσω ανεργίας και συντάξεων ή μισθών που περικόπτονται, ότι μετά τα «ρεκόρ», οι επιβαρύνσεις και η έλλειψη ρευστότητας στις επιχειρήσεις της φιλοξενίας, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των τιμών και τα κόστη, φέρνουν στις περισσότερες τη φοροδοτική τους ικανότητα και τον ισολογισμό τους σε οριακό σημείο;
Τι κι αν το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) παρουσίασε την Τετάρτη άλλη μια ενδελεχή μελέτη της Grant Thornton με τίτλο «Διερεύνηση των επιπτώσεων του φόρου διαμονής στον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα», για να στοιχειοθετήσει ότι «το μέτρο εφαρμοζόμενο θα αποβεί καταστροφικό για την τουριστική ανταγωνιστικότητα» της χώρας, ζητώντας την απόσυρσή του; Οι απώλειες στην οικονομία από την επιβολή του νέου φόρου υπολογίζονται στα 340 εκατ. ευρώ και στις 6.174 θέσεις εργασίας, συνέπεια των στρεβλώσεων που θα επιφέρει στην αγορά. Την ίδια ώρα, το δημοσιονομικό όφελος που δημιουργεί ο φόρος εκτιμάται ετησίως στα 84 έως 94 εκατ. ευρώ.
Με τους Tour Operator να κρατούν αποστάσεις από το πρόβλημα, ενημερώνοντας απλώς τους πελάτες τους ότι ερχόμενοι στην Ελλάδα του χρόνου θα συναντήσουν και μια πρόσθετη χρέωση, η «καυτή πατάτα» πέφτει στα χέρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Οι οποίες θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο να μετακυλήσουν το ποσό στον πελάτη ή να το απορροφήσουν. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη διαβλέπει τις ίδιες απώλειες: 340 εκατ. ευρώ.
Κι αυτό γιατί σε ένα τουριστικό προϊόν που έχει δομηθεί πάνω στο μαζικό μοντέλο «ήλιος – θάλασσα», με την τιμή του δωματίου/πακέτου να αποτελεί κυρίαρχο κριτήριο για την επιλογή στην πλειοψηφία των πελατών, το κάθε ευρώ μετράει. «Παίζουμε με το ευρώ. Το τουριστικό προϊόν είναι χρηματιστηριακό και υφίσταται ανηλεή διεθνή ανταγωνισμό», τόνισε ο πρόεδρος του ΞΕΕ Γιώργος Τσακίρης, σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της μελέτης. Ωστόσο, η συζήτηση για απόσυρση του φόρου δεν έχει νόημα. Όπως τόνισε ο Γενικός Γραμματέας Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης Γιώργος Τζιάλλας «είμαστε σε πρόγραμμα και αυτό αναγκάζει να γίνει πραγματικότητα αυτός ο φόρος», εκτιμώντας ότι «βραχυπρόθεσμα δεν θα δημιουργήσει προβλήματα».
Μεσοπρόθεσμα όμως; «Είμαστε ήδη πολύ ακριβότεροι από τον ανταγωνισμό. Ακόμα και αν για το 2018 τα συμβόλαια έχουν υπογραφεί και οι πτήσεις έχουν προγραμματιστει, σε βάθος τριετίας θα βρεθούμε με ένα προϊόν ακριβό, που δεν θα έχει εκσυγχρονιστεί. Τότε θα δούμε το πρόβλημα και τότε θα είναι πολύ αργά», υπογράμμισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος.
Όμως είναι άλλη η αντίληψη σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης και υπουργείου Οικονομικών. Δεν έχουν και πολλή σημασία οι προσπάθειες του υπουργείου Τουρισμού. Εξάλλου ο τουρισμός διαχρονικά δεν έχει πείσει για τη σοβαρότητά του, με το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο να είναι από τα πιο αδύναμα στο υπουργικό παζλ και μια σειρά από καθοριστικές για το προϊόν συναρμοδιότητες να είναι μοιρασμένες σε άλλα υπουργεία.
Είναι προφανές ότι οι όποιες αποφάσεις αφορούν στον τουρισμό έχουν πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικονομία, αφού η συμμετοχή του στο ΑΕΠ είναι κοντά στο 20%. Και ένα υφεσιακό μέτρο, όπως προκύπτει για τον φόρο διαμονής, πλήττει κυρίως τα μικρά ξενοδοχεία και αυτά των χαμηλότερων κατηγοριών, που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων φιλοξενίας.
Όπως σημειώνει η μελέτη του ΞΕΕ, η επιβολή του φόρου διαμονής θα μειώσει το σύνολο της αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,51% (435 εκατ. ευρώ), δηλαδή τα έσοδα από τα 17,36 δισ. ευρώ θα μειωθούν στα 16,93 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, αν η μέση τιμή δωματίου αυξηθεί (υπολογίζεται κατά 1,9%) τότε το προϊόν χάνει σε ανταγωνιστικότητα, προκαλώντας ένα περιορισμό της ζήτησης που θα οδηγήσει στη μείωση της συνολικής αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,5%. Αν δε τα ξενοδοχεία δεν μετακυλήσουν την αύξηση του φόρου στους καταναλωτές, τότε θα υποστούν μείωση των αποτελεσμάτων τους ή θα υποχρεωθούν να μεταβάλουν την ποιότητα των υπηρεσιών με κίνδυνο τη μείωση της ζήτησης. Και ταυτόχρονα το τελικό αποτέλεσμα των ξενοδοχείων χειροτερεύει δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα ταμειακής διαχείρισης των επενδυτικών και χρηματοδοτικών τους ροών.
Μήπως λοιπόν ο τουρισμός πληρώνει τον μύθο του;