Θα ξεκινήσουμε αναγνωρίζοντας ότι ο Νίκος Παππάς, στην υπόθεση της μετά απο 25+ χρόνια ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, έχει τα δίκιά του. Παίρνει βέβαια και τα ρίσκα του.
Τα δίκια του: όχι τέσσερα, αλλά δυόμισι κανάλια σε πλήρη-υγιή ανάπτυξη «χωράει» η σημερινή ελληνική πραγματικότητα (συν η πολυπλόκαμη, πανάκριβη και τραγικά απογοητευτική κρατική – όχι δημόσια, παρακαλώ – ΕΡΤ). Οπως δυόμισι κανάλια χωρούσε η αγορά όταν πήγαινε να στηθεί στις αρχές της 10ετίας του ’90, τότε που ακριβώς για να μην υπάρξει σκυλοκαυγάς – «ελεύθερος ανταγωνισμός υπό ελληνικές συνθήκες» όπως έλεγε και ο Κίτσος Τεγόπουλος – προκρίθηκε η αρχική λύση να δοθεί άδεια στους βουλόμενους εκδότες των τότε εφημερίδων, αυτό ήταν το Mega των Πέντε. ύστερα οι Αλαφούζοι έφυγαν περπατώντας ούτως ή άλλως τον δρόμο του καπετανενισμού. Είχε τότε διερευνηθεί η πρακτική των ευρωπαϊκών χωρών, είχε μάλιστα γίνει και αποστολή στην Ισπανία (που έδωσε την τότε εκτίμηση περί δυόμισι καναλιών). Οπότε… η τωρινή συνεισφορά της Σχολης της Φλωρεντίας για την Ρυθμιση των Επικοινωνιών και των Μέσων απλώς επιβεβαιώνει ότι ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.
Εκτοτε, μετά και την άδεια-που-δεν-ήταν-άδεια στον Μίνω Κυριακού που την απεφάσισε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τον ΑΝΤ1 (εκεί προσήλθε και ο Αρης Βουδούρης που μια στιγμή είχε πάει προς Mega), «προτιμήθηκε» η γνώριμη σε όλους αναρχία, θεσμισθείσα μέσα απο Νόμους Βενιζέλου και Ρουσόπουλου και τις γνώριμες πρακτικές. Δεύτερο δίκιο του Παππά: το περίφνητο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο/ανεξάρτητη αρχή κοκ, μελαγχολική κόπια του Conseil Superieur de l’ Audiovisuel της Γαλλίας (επανέρχεται και στην συνέχεια η γαλλολατρεία…), ουδέποτε ικανοποίησε κανένα με την γεροντοκορίστικη δράση του. Ανεξάρτητα, δε, του πώς επιλέγονταν, και εν συνεχεία δεν επιλέγονταν τα μέλη του – κάποιοι καλοί άνθρωποι, συν οι περισσότεροι μέτρια πράγματα, το συλλογικό αποτέλεσμα ήταν «άσε καλύτερα».
Ο Καραμανλής δεν μπορούσε να διανοηθεί παρά μια λογική ελέγχου δια της «προηγούμενης άδειας» η οποία αποτελεί μορφή «του άμεσου ελέγχου του Κράτους». Το καημένο το Ραδιοτηλεοπτικό μας μπήκε ως τσόντα, για να ασκεί τον έλεγχο δια της επιβολής κυρώσεων
Και το τρίτο δίκιο του Παππά, επαναδιατυπωμένο όμως για να μην έχει την ξινίλα με την οποία παραδοσιακά έρχεται στην επιφάνεια: η μη-ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου έδωσε εκείνο που γνωρίζουμε, την πυκνή ζούγκλα όπου πλήθυναν πέρα απο κάθε οικονομική λογική τα κανάλια τα χρόνια της ευμάρειας. Ακόμη και τότε, στην φούσκα, τα οικονομικά τους ήταν σαθρά, η δανειακή τους βάση απόλυτα ριψοκίνδυνη (τώρα, το βλέπουμε…), η σχέση τους με τη διαφημιστική αγορά προ-καταδικασμένη (το είδαμε…).
«Και η διαπλοκή;» θα διερωτηθείς φίλε αναγνώστη. Συμπάθα μας, αλλά «διαπλοκή» είναι εκείνο που κάνουν οι (εκάστοτε) απέναντι, και που εσένα σε πονάει! Από Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μέχρις Αλέξη Τσίπρα, μέσω και Κώστα Καραμανλή ή ΓΑΠ, αυτό είναι που ίσχυσε…
Εως εδώ τα δίκια Νίκου Παππά. Το αληθινό όμως πρόβλημα με την πρόσληψη του θέματος της ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα έχει την ρίζα του στην αντίληψη του καραμανλικού (του Κωνσταντίνου Καραμανλή) Συντάγματος του 1975. Που, σαν ενοχλημένο απο την ελευθεριότητα του άρθρου 14 για τον Τύπο, έστησε ένα άρθρο 15 για τα ηλεκτρονικά Μέσα το οποίο απροκάλυπτα τα θέλει υπό τον «άμεσο έλεγχο του Κράτους» – μάλιστα ξεκινάει λέγοντας, το 15, ότι «οι προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις δεν εφαρμόζονται (…) στην τηλεόραση»!
Εχοντας βιώσει την λογική Ντε Γκωλ στα γαλλικά ραδιοτηλεοπτικά πράγματα, όπου ήταν μεγαλόπρεπα και αυτάρεσκα αυτονόητος ο κρατικός έλεγχος (οι παλιότεροι ας θυμηθούν την σκηνοθεσία και το ύφος των τηλεοπτικών συνεντεύξεων του Στρατηγού…), ο Καραμανλής δεν μπορούσε να διανοηθεί παρά μια λογική ελέγχου δια της «προηγούμενης άδειας» η οποία αποτελεί μορφή «του άμεσου ελέγχου του Κράτους». Το καημένο το Ραδιοτηλεοπτικό μας μπήκε ως τσόντα, για να ασκεί τον έλεγχο δια της επιβολής κυρώσεων.
Οπως, ομως, μας θύμισε ο Λευτέρης Κουσούλης απο στηλών του ηλεκτρονικού Βήματος, το άγχος για άσκηση ελέγχου επί του Τύπου – δηλαδή η αμφισβήτηση του «ποιος έχει τα πρωτεία του λόγου: ο Τύπος ή οι πολιτικοί;» – πάει πολύ πιο πίσω. Αποκρυσταλλώνεται στα υπέροχα και τρομερά συνάμα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και τα μετά απ’ αυτήν. Τότε, θυμίζουμε, η ελευθεροτυπία είχε αποτελέσει θεμελιακή διεκδίκηση – και επίτευγμα. Εκατοντάδες εφημερίδων, μονόφυλλων, φυλλαδίων κλπ. κυκλοφορούσαν: ακόμη και οι βασιλόφρονες διατύπωναν θέσεις, την ώρα που έπεφταν κεφάλια, ενώ και οι πιο ακραίες – αριστερίστικες θα λέγαμε σήμερα – προσεγγίσεις ανθούσαν. Προχωρούσαν τα χρόνια, άρχισε να επικρέμαται επι των κεφαλών των δημοσιογράφων ο τρομερός (κυριολεκτικά) Νόμος περί Υπόπτων που δίωκε ακόμη και την πρόθεση δράσης, αλλά το πράγμα πήρε την τελική του μορφή όταν η εξουσία περιήλθε στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Επί του οποίου και η τυπογραφία απαίτησε πάλι άδεια (όπως επί μοναρχίας) και ο αριθμός – ώπα! – των εντύπων περιφερειακής εμβέλειας περιορίστηκε σε ένα ανά Νομαρχία (με περιεχόμενο μάλιστα πολιτιστικό και εκπαιδευτικό, άντε και μικρές αγγελίες), ενώ στο Παρίσι ο αριθμός των εφημερίδων καθορίστηκε απο την κεντρική εξουσία. Το μαντέψατε: Τέσσερις!.