Οταν τελειώνουν οι τηλεοπτικές συζητήσεις, ακόμα και οι πιο έντονες, οι καλεσμένοι κάνουν κοινή αποσυμπίεση στην αίθουσα του μακιγιάζ. Μερικές φορές συνεχίζουν τη συζήτηση εκεί, αλλά συνήθως αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με την ειλικρίνεια που δεν πήραν μαζί τους στο πλατό.
Δεν ξέρω τι είπαν οι υποψήφιοι της Κεντροαριστεράς όταν είχαν το μωρομάντηλο στο κούτελο. Αν, όμως, ήταν ειλικρινείς, όφειλαν να παραδεχθούν ότι, προς το παρόν, η μάχη που δίνουν δεν μαζεύει κόσμο στις κερκίδες. Και εντάξει, για αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι χαμηλοί, ως βαρετοί, τόνοι της αναμέτρησης. Είναι το ίδιο το διακύβευμα που δεν πιάνει τον θεατή από τον γιακά για να τον σύρει μπροστά στην τηλεόραση και μετά στην κάλπη.
Ο αριθμός και οι συσχετισμοί των υποψηφίων δεν επιτρέπει να δημιουργηθεί δίπολο. Επίσης η κοινή γνώμη ξέρει καλά ότι δεν επιλέγει έναν εν δυνάμει Πρωθυπουργό, αλλά μπαλαντέρ. Και μετά, βέβαια, είναι ο πολιτικός τους λόγος: δείχνει σαν καπνός τσιγάρου μέσα σε ένα δωμάτιο που όλοι φωνάζουν – όλοι τις φωνές ακούνε, κανένας δεν προσέχει αυτό που βρίσκεται ανάμεσά τους. Για αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι υποψήφιοι, είναι και η συγκυρία. Βρέθηκαν ανάμεσα σε έναν λαϊκιστή και σε έναν που ψαρεύει και στη δική τους λίμνη.
Επίσης, έτσι όπως εξελίσσεται η κουβέντα, το ακροατήριο έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ότι η ατομική θέση των υποψηφίων στη σκακιέρα ορίζει και τον λόγο που εκφέρουν. Καμιά φορά και απέναντι στην κοινή λογική: Ανδρουλάκης και Καμίνης δεν σκοπεύουν να παραιτηθούν από τα αξιώματά τους, επικαλούμενοι τη λαϊκή ψήφο που τους έστειλε εκεί. Την ίδια στιγμή ζητούν να διαλυθούν, δια της ένωσης, οι κοινοβουλευτικές ομάδες ΔΗΣΥ και Ποταμιού, λες και αυτές δεν τις εξέλεξαν πολίτες.
Τέλος πάντων, το χειρότερο που συνέβη σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι εξελίσσεται λες και αφορά τον Τσίπρα και, κυρίως, τον Μητσοτάκη. Οταν το κύριο αντικείμενο της συζήτησης είναι ποιος θα συνεργαστεί με ποιον, τότε ο πολίτης μπαίνει στον πειρασμό να πάει απευθείας στον έναν ή στον άλλον, μην μπλέκει με μεσάζοντες, πληρώνοντας και τρία ευρώ.
Ούτως ή άλλως αυτή τη στιγμή η δημιουργία του νέου φορέα απασχολεί ένα μειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Οι άνθρωποι δύσκολα προσελκύονται σε μία διαδικασία με μικρό αντίκρυσμα στην άσκηση εξουσίας. Και αυτό θα πρέπει να έχει κατά νου αυτός ή αυτή που θα εκλεγεί: θα είναι ο ηγέτης των κουρασμένων, των απογοητευμένων που, ακόμα και αν δεν ελπίζουν, θέλουν τουλάχιστον να ακούγονται.