Οι εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται μπροστά μας: καθώς η εικόνα φαίνεται να ξεκαθαρίζει αναφορικά με τη δυναμική των υποψηφίων αλλά και τους όρους κάτω από τους οποίους διεξάγεται η προεκλογική εκστρατεία, ένα εύλογο ερώτημα ανακύπτει: μήπως, ανεξάρτητα από την εκλογική επίδοση του Προέδρου Τραμπ, μια χώρα πρότυπο για τη δημοκρατία της και κοιτίδα του συνταγματισμού διολισθαίνει προς μια οριστική διάσπαση του δημοσίου λόγου σε αντίπαλες παρατάξεις, που δεν επιθυμούν μόνο να κερδίσουν τις εκλογές αλλά και να εξαφανίσουν οριστικά τον αντίπαλο; Και μήπως, όπως συχνά συμβαίνει, αυτό είναι ένα σχήμα διεξαγωγής της πολιτικής μάχης που αργά ή γρήγορα θα επικρατήσει σε όλο και περισσότερες από τις σύγχρονες δημοκρατίες;
Το ντιμπέιτ των δύο υποψηφίων Προέδρων κάποιες βδομάδες πριν είναι ενδεικτικό: ο Πρόεδρος Τραμπ διέκοπτε τον αντίπαλό του, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος με τη σειρά του του ζήτησε σε έντονο ύφος να σιωπήσει, για να μεταφράσουμε κομψά την αντίστοιχη αγγλική έκφραση. Είναι άραγε αυτή μια σκηνή από το μέλλον ή αποτελεί μια ακόμα έκφανση -ίσως την τελευταία μιας σειράς- της εκφοράς του δημοσίου λόγου της εποχής Τραμπ; Θέλω να πιστεύω το δεύτερο. Αλλά ακόμα και αν συμβαίνει έτσι και ακόμα και αν ο σημερινός Πρόεδρος δεν επανεκλεγεί, ο Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να ανασυνθέσει τα σπασμένα κομμάτια μιας βαθύτατα διχασμένης κοινωνίας, που ισορροπεί μεταξύ πολιτικής ορθότητας και ακραία εξπρεσιονιστικού λόγου, που δεν σέβεται τις ευαισθησίες όλων των πολιτών.
Είμαι βέβαιος πως ο Μπάιντεν γνωρίζει ότι αυτό το εγχείρημα κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Στην ουσία, αφού πρόσκαιρα αντεπιτέθηκε στον αντίπαλό του χρησιμοποιώντας κάποια από τα μέσα του, αν είναι νικητής των εκλογών, την επαύριό τους πρέπει να αναζητήσει και να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις της συνύπαρξης της αμερικανικής κοινωνίας. Να μπορέσουν δηλαδή οι Αμερικανοί να επανασυσπειρωθούν γύρω από την ιδέα της χώρας τους αλλά και από το συνταγματικό πατριωτισμό τους που τόσο στηρίζεται στην ιδέα της ελευθερίας του λόγου, άρα και στο σεβασμό ακόμα και σε θέσεις που φαινομενικά μοιάζουν άτοπες ή ακραίες.
Αυτή η αναστήλωση της ενότητας του αμερικανικού έθνους θα σημαίνει και την ολική επαναφορά της αμερικανικής δημοκρατίας. Οι θεσμοί ελέγχου, αυτό που ονομάστηκε checks and balances, μπορεί να εξακολουθούν να λειτουργούν καλά, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η δημοκρατία στο τέλος της ημέρας δεν είναι απλώς η εκλογή των αντιπροσώπων ή η επικράτηση και υιοθέτηση της πλειοψηφούσας θέσης αλλά πάνω από όλα ο θεματοφύλακας της συνύπαρξης. Και αυτή η ολική επαναφορά της συνύπαρξης των αντιπάλων παρατάξεων, των θεσμών αλλά και εν τέλει των ίδιων των πολιτών μπορεί και πρέπει εν συνεχεία να αποτελέσει το πρότυπο για όλες τις χώρες που εξακολουθούν να πιστεύουν και να υπερασπίζουν την ιδέα της δημοκρατίας.