Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με σύμφωνη γνώμη της Χρυσής Αυγής, οδηγεί την πατρίδα μας, στις 5 Ιουλίου, σε μία παρωδία δημοκρατικού δημοψηφίσματος. Δηλώνει ότι το κάνει για «να αποφασίσει ο λαός για την πρόταση των δανειστών». Αυτό δεν ισχύει. Στ’ αλήθεια, μας σέρνει με απαράδεκτη βία σε μια διαδικασία που θα οδηγήσει, αν υπερισχύσουν οι οπαδοί της άρνησης, σε έξοδο της Ελλάδας από την Ευρώπη και στο κατρακύλισμά μας στη μιζέρια της δραχμής, της χρεοκοπίας, της ανεργίας, της απομόνωσης, της καταστροφής.
Η προσφυγή στον λαό για ένα θέμα εθνικής σημασίας είναι ύψιστο εργαλείο της δημοκρατίας, αλλά αυτό μόνο εφ’ όσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που επιβάλλει: Πρώτη, οι διοργανωτές του δημοψηφίσματος να θέτουν το επίμαχο ερώτημα τίμια, καθαρά και ξάστερα. Δεύτερη, να δίνουν όλες τις δυνατότητες στους πολίτες να ενημερωθούν και να συζητήσουν τις δύο εναλλακτικές απαντήσεις, ελεύθερα, αβίαστα, νηφάλια, σε συνθήκες απόλυτης ομαλότητας. Τρίτη, να διεξάγουν την εκλογική διαδικασία με τρόπο που εγγυάται την προστασία της λαϊκής βούλησης.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για το «δημοψήφισμα» που αποφάσισαν χτες τα κυβερνητικά κόμματα και η Χρυσή Αυγή—η ένθερμη υποστήριξη και μόνο των νεοναζιστών, άλλωστε, δείχνει ξεκάθαρα το πόσο δημοκρατικές είναι οι αρχές που τους υποκινούν.
Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση: εν προκειμένω, οι διοργανωτές του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου θέτουν στον κόσμο ένα ερώτημα παντελώς άσχετο με το ουσιαστικό διακύβευμα, που είναι η παραμονή μας ή όχι στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη—αυτή η παραμονή που βρίσκεται πλέον σε θανάσιμο κίνδυνο. Η κυβέρνηση δε θέτει στην κρίση του λαού μια δική της πρόταση στους εταίρους μας, ούτε μια πρόταση των εταίρων σε εμάς, ώστε να κριθεί από τον λαό για να την αποδεχθεί η κυβέρνηση. Και τα δύο θα ήταν θεμιτά, αν τηρούνταν οι προϋποθέσεις. Αντ’ αυτών, παρουσιάζει ένα σχέδιο πρότασης των εταίρων, κι αυτό ελλιπές, γεμάτο κενά, χωρίς τις διορθώσεις που έχουν γίνει στο μεταξύ. Το χειρότερο όμως είναι ετούτο: θέτοντας το σχέδιο των δανειστών σε «δημοψήφισμα», η κυβέρνηση αποσιωπά ότι αυτό που καλούμαστε να κρίνουμε είχε από την αρχή συγκεκριμένη χρονική ισχύ, ως το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου. Έκτοτε, οι ίδιοι που το εκπόνησαν δήλωσαν ότι το συγκεκριμένο δεν ισχύει πια. Δηλαδή, εμείς καλούμαστε από την κυβέρνηση να αποφασίσουμε πάνω σε μια πρόταση ανύπαρκτη! Μα πόσο ηλίθιους πια μας θεωρούν οι κυβερνήτες μας;
Για τη δεύτερη προϋπόθεση: οι διοργανωτές του «δημοψηφίσματος» της 5ης Ιουλίου δεν παρέχουν καμία απολύτως εγγύηση ότι η διαδικασία που θα μας οδηγήσει ως αυτό είναι η σωστή. Τουναντίον, παρέχουν πάμπολλες ενδείξεις ότι θα είναι λανθασμένη. Αρκεί και μόνο να λογαριάσουμε τη μεγαλύτερη από όλες, τη βιασύνη τους. Η νηφάλια και σωστή κρίση απαιτεί πρώτα από όλα χρόνο. Το γεγονός ότι τώρα ο λαός καλείται στις κάλπες σε μόλις μια εβδομάδα—μια εβδομάδα!—είναι αλάνθαστο δείγμα κακών προθέσεων. Ίσως η κυβέρνηση προφασιστεί ότι τη βία της την επιβάλλουν οι διορίες των εταίρων. Η πραγματικότητα όμως δίνει αμείλικτη απάντηση: οι διορίες έχουν ήδη περάσει. Γιατί όμως δε λένε την αλήθεια στον κόσμο; Δυστυχώς, έχουν τον λόγο τους. Η βία των διοργανωτών δεν είναι τυχαία. Σκοπός του «δημοψηφίσματός» τους δεν είναι να εισπράξουν την απόφαση του λαού. Αντίθετα, είναι να υφαρπάσσουν μια απάντηση που τους βολεύει, για να την κάνουν εργαλείο στα δικά τους σχέδια.
Όσο για την τρίτη, και εξίσου σημαντική προϋπόθεση ενός σωστού δημοψηφίσματος: λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες γίνεται το τωρινό, δεν υπάρχει καμία απολύτως διασφάλιση ότι η διεξαγωγή της εκλογής και η διαδικασία της ψηφοφορίας και της καταμέτρησης θα διεξαχθούν με τρόπο που αρμόζει σε δημοκρατία. Επιπλέον, ο τρόπος που πολιτεύεται από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης η κυβέρνηση, από την πρόεδρο της Βουλής μέχρι τους αρμόδιους για το δημοψήφισμα υπουργούς, δεν παρέχει καμία βεβαιότητα ομαλότητας.
Μεγάλο κρίμα. Γιατί μια κυβερνητική πρόταση συμφωνίας με τους εταίρους θα ήταν θαυμάσιο αντικείμενο για δημοψήφισμα, εφ’ όσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις να αξιολογηθεί και να συζητηθεί από τους πολίτες σωστά, δηλαδή μέσα σε διάστημα κάποιων μηνών. Ο χρόνος για κάτι τέτοιο υπήρχε, άφθονος, από τον Ιανουάριο ως σήμερα. Ήταν ο χρόνος που σπαταλήθηκε από τους κυβερνήτες μας με δήθεν διαπραγματεύσεις, καταστρέφοντας ακόμη περισσότερο την οικονομία μας, και αυξάνοντας κατά δεκάδες χιλιάδες τον αριθμό των ανέργων—η χθεσινή επιβολή της «τραπεζικής αργίας» και των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, που ένας θεός ξέρει πόσο θα διαρκέσουν, δεν είναι παρά η έσχατη συνέπεια αυτής της παράλογης, καταστροφικής πολιτικής. Όπως, επίσης, θα ήταν και απόλυτα θεμιτό το δημοψήφισμα αν έθετε ανοιχτά το ερώτημα που υποκρύπτει το τωρινό: Ευρώ ή Δραχμή; Ευρώπη ή υπανάπτυξη; Ελλάδα ευρωπαϊκή, προοδευτική, φιλελεύθερη, σύγχρονη, ή τριτοκοσμική, ανελεύθερη, εξαθλιωμένη;
Ας έδινε η κυβέρνηση κάποιους μήνες προετοιμασίας στις δυο πλευρές, κι ας ρωτούσε το ένα ή το άλλο ερώτημα. Θα έβλεπε τι απάντηση θα έπαιρνε. Αλλά με μια βδομάδα χρόνο και ένα εντελώς ανυπόστατο ερώτημα, ποιος περιμένει προκοπή; Μέσα στο οξύτατο κλίμα πόλωσης που δημιουργεί η κυβέρνηση, τοποθετώντας το ψευτο-δίλημμά της σε εθνικά διχαστική, εμφυλιοπολεμική λογική, με υπουργούς, βουλευτές αλλά και ανώτατους πολιτειακούς παράγοντες να υπερβαίνουν μέρα τη μέρα κάθε όριο δημοκρατικής δεοντολογίας, αποκαλώντας όσους διαφωνούν με τις καταστροφικές επιλογές τους «όργανα των δανειστών», «πέμπτη φάλαγγα» και άλλα παρεμφερή, και τα κομματικά ΜΜΕ και τα παπαγαλάκια τους να αποκαλούν όλους τους άλλους «γερμανοτσολιάδες»–αυτό, παρακαλώ, οι συνοδοιπόροι των νεοναζί!—το μόνο που δεν μπορεί να εγγυηθεί η κυβέρνηση είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να διαμορφωθεί ελεύθερα και αβίαστα η λαϊκή βούληση.
Ο πρωθυπουργός αρέσκεται να αναφέρει ότι στην πατρίδα μας γεννήθηκε η δημοκρατία. Θα ήταν καλύτερα, αντί τέτοιες ρητορικές κορώνες, να έδειχνε ο ίδιος έμπρακτο σεβασμό στη δημοκρατία, και να μην την προσβάλλει, βάναυσα, με τον τρόπο που οργανώνει το ψευτο-δημοψήφισμα, πάνω σε ήδη άκυρο ερώτημα.
Είναι άθλιο να σύρεται ο λαός σε αυτή τη διαδικασία. Όμως συμβαίνει. Κι έτσι υπάρχει αυτή τη στιγμή μόνο ένας τρόπος αντίδρασης για όλους όσους βλέπουμε το σχέδιο πίσω από αυτή τη μεθόδευση. Η κυβέρνηση παριστάνει ότι θέλει τάχα τη γνώμη μας, μέσα σε μια βδομάδα, πάνω σε ένα πολυσέλιδο, τεχνικό κείμενο οικονομικής διαπραγμάτευσης. Εμείς δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα τους. Πρέπει να απαντήσουμε σε αυτό που κρύβει επιμελώς το ερώτημά τους: την αποδοχή ή την άρνηση της Ευρώπης.
Βλέπουμε σε εξέλιξη μια λυσσαλέα προσπάθεια να αποσπασθεί από τον λαό η απάντηση που θα οδηγήσει στην έξοδό μας από την Ευρώπη. Δεν υποκύπτουμε. Δεν θα καταστραφούμε, δεν θα αφήσουμε την πατρίδα μας να γίνει μια ρημαγμένη, τριτοκοσμική χώρα, επειδή το θέλουν κάποιοι φανατικοί, κάποιοι ιδεοληπτικοί, κάποιοι ανόητοι, μαζί και τα μεγαλο-συμφέροντα της δραχμής.
Στην άρνηση της Ευρώπης που μας οδηγούν κυβέρνηση και Χρυσή Αυγή θα αντιδράσουμε με φωνή ξεκάθαρη. Δε θα αφήσουμε να μας σύρουν έξω από το φυσικό σπίτι της χώρας μας. Θα βάλουμε στην άκρη το ψεύτικο ερώτημα και θα απαντήσουμε στο πραγματικό. Θα πούμε ΝΑΙ, που σημαίνει ΝΑΙ στην Ευρώπη, που σημαίνει ΝΑΙ στην Ελλάδα.
ΝΑΙ στην Ελλάδα που αξίζουν τα παιδιά μας!