Μία γυναίκα που αφήνει έναν ολόκληρο πλανήτη να κοιτάξει κάτω από το φόρεμά της ενώ εκείνο ανεμίζει μεγαλειωδώς με τη βοήθεια ενός συστήματος εξαερισμού δεν έχει και πολλά πράγματα να κρύψει. Είναι, θα λέγαμε, ανοιχτό βιβλίο. Είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το κορίτσι αυτό τύχαινε να είναι και σοκαριστικά όμορφο.
Οχι με τον απόμακρο τρόπο της εκθαμβωτικής Λορίν Μπακόλ, ούτε με τη σκοτεινή γοητεία της Αβα Γκάρντνερ ή την υπαινικτική, στα όρια της κλινικής, φινέτσα της Ρίτα Χέιγουορθ. Καμία σχέση. Η Μέριλιν Μονρόε εμφανίστηκε σαν ένας κομήτης που άντεξε επί 36 χρόνια στη Γη, προτού συνεχίζει την τροχιά του σε άλλους γαλαξίες. Και εμφανίστηκε την πιο κατάλληλη στιγμή. Οταν το Χόλιγουντ, η Αμερική, αλλά τελικά και ολόκληρη η υφήλιος, είχαν ανάγκη από μία πιο προσβάσιμη ομορφιά.
Στον κόσμο του «παρακαλώ, μην αγγίζετε», όπου ωραία γυναίκα ήταν αυστηρά εκείνη που δεν σου δίνεται ή που θα σου βγάλει το λάδι μέχρι να σου δοθεί, η Μέριλιν ήρθε, μετατρέποντας τον εαυτό της σε μία δημοκρατικότατη, μαζική φαντασίωση.
Μέχρι τότε, ωραίες γυναίκες θεωρούνταν οι μοιραίες γυναίκες. Εκείνες που μιλούν και περπατούν αργά, φυσούν τον καπνό τους με νόημα, καλύπτουν την κάθε τους κίνηση με ένα πυκνό πέπλο μυστηρίου και συχνάζουν σε φιλμ νουάρ. Η Μέριλιν κατέφθασε και το διέρρηξε αυτό. Χαριτωμένη, χυμώδης και χειμαρρώδης, είναι σαν να βοήθησε τον κάθε άνδρα που μέχρι τότε αυτολογοκρινόταν να αναφωνήσει: «Ε, ναι λοιπόν! Αυτή είναι γυναίκα!»
Ναι, σίγουρα, ήταν κι εκείνη ένα κινηματογραφικό «προϊόν», αλλά ποτέ ένα κινηματογραφικό κατασκεύασμα. Εβαψε τα μαλλιά της αρκετούς τόνους πιο ξανθά, δεν αποχωριζόταν το κατακόκκινο κραγιόν ακόμα και όταν η ταινία ήταν ασπρόμαυρη, είχε καμπύλες που δεν ήταν διατεθειμένη να καταπιέσει με ασφυκτικούς κορσέδες ή σεμνότυφα σουτιέν που θα φυλάκιζαν όλη τη στρογγυλότητα του στήθους τους.
Η Μέριλιν ήταν το θηλυκό που απενοχοποίησε τη θηλυκότητα σε μια εποχή που το να είσαι σέξι ισοδυναμούσε με ποινικό αδίκημα. Ολο αυτό όμως το έκανε με χιούμορ. Δεν ήταν η μοιραία παγοκολώνα, ήταν η πληθωρική σουμπρέτα. Η γυναίκα που με το που την έβλεπες σου έπεφτε το σαγόνι, αλλά την ίδια στιγμή μπορούσε να γουρλώσει τα μάτια, να τσαλακώσει τα χείλη και να σε κάνει να σκάσεις στα γέλια – σαν να ήταν η σεξοβόμβα μικρότερη αδερφή της Λουσίλ Μπολ. Ηταν δηλαδή και το κορίτσι του ακροβάτη και το κορίτσι του κλόουν. Εξίσου πιστό και στους δύο.
Ισως λοιπόν η σεξουαλική επανάσταση να ξεκίνησε στην πραγματικότητα από τη στιγμή που η Μέριλιν τόνιζε πρώτη φορά εκείνη την ελιά-σήμα κατατεθέν πάνω στο πρόσωπό της. Τόσο μέσα από τους ρόλους της όσο και μέσα από την πολυτάραχη ζωή της, ήταν σαν να καταστρατηγεί κάθε έννοια στρατηγικής: η γυναίκα που δεν μιλάει, που δεν γελάει δυνατά στο άκουσμα ενός αστείου, που δεν σουφρώνει τα χείλη όταν κάτι δεν της αρέσει, δεν είχε καμία σχέση με εκείνη.
Η Μονρόε βρισκόταν στην αντίπερα όχθη. Την ώρα που οι περισσότερες σταρ της εποχής έβαζαν το είδωλό τους σε προθήκη για να λατρεύονται σαν απροσπέλαστες Μαντόνες, η θνητή, σαρκώδης, σάρκινη Μέριλιν θύμιζε ζωγραφιά με νερομπογιές που δεν πρόκειται να στεγνώσουν ποτέ.
Το κακό με τις νερομπογιές είναι ότι ο καθένας μπορεί να περάσει, να τις αγγίξει και να τις μουτζουρώσει, όπως τελικά και συνέβη. Ο όχι και τόσο αναπάντεχος θάνατός της, για όσους μπορούσαν να διαβάσουν καλά τα σημάδια, απέδειξε μία πολύ πικρή αλήθεια: όλοι μπορούν να χτυπήσουν το κουδούνι του κοριτσιού της διπλανής πόρτας. Και αν δεν είναι τυχερό, ίσως ανοίξει στον πιο ακατάλληλο εισβολέα.