Πριν από περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, ένας σαραντάρης τύπος ξεκινούσε την πολιτική του καριέρα από μια από τις μεγαλύτερες και πιο ιστορικές πόλεις του κόσμου. Ηταν το 1994 όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εκλεγόταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Χθες, είδε τη μητρόπολη στην οποία γεννήθηκε και την οποία αναμόρφωσε, να του γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη. Δεν του άρεσε. Αλλά δεν τον πολυένοιαξε κιόλας. Στην οικονομία του τουρκικού δημοψηφίσματος, τα «όχι» των ψηφοφόρων της Πόλης δεν μέτρησαν όσο τα «ναι» των Τούρκων της επαρχίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν έχει να διαχειριστεί πλέον μια χώρα στα όρια του εθνικού διχασμού. Αυτός δεν είναι μόνο πολιτικός και πολιτειακός, αλλά και γεωγραφικός και δημογραφικός: οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων, με καλύτερη μόρφωση και γενικά ανώτερο εισόδημα, παραμένουν κεμαλικοί, ενώ οι κάτοικοι της επαρχίας με ελλείμματα στην εκπαίδευση και πιο φτωχοί, γοητεύονται και φανατίζονται με τον νεοωθομανισμό του Ερντογάν. Εστω και οριακά οι δεύτεροι είναι περισσότεροι.
Το θέμα του διχασμού της τουρκικής κοινωνίας και το αν ο Ερντογάν είναι «σουλτάνος», «καίσαρας» ή «πρίγκιπας του σκότους» είναι προβλήματα με τα οποία καλούνται να ζήσουν -και να επιλύσουν αν μπορούν- οι ίδιοι οι Τούρκοι, άντε και οι γειτονές τους. Ωστόσο εδώ επιβεβαιώνεται πλέον ένα ευρύτερο παγκόσμιο μοτίβο, που δεν έχει να κάνει τόσο με τη ματαιοδοξία του Ερντογάν.
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, είτε αυτές είναι προηγμένες και φιλελεύθερες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, είτε αυτές βυθίζονται όλο και περισσότερο στον ισλαμικό συντηρητισμό όπως η Τουρκία, οι κοινωνίες τον 21ο αιώνα παρουσιάζουν στεγανά, που μαρτυρούν αποκλεισμούς και γεννούν ακραίους διχασμούς: οι κάτοικοι των πόλεων απέναντι στους κατοίκους της περιφέρειας. Και για πρώτη ίσως φορά στις σύγχρονες δημοκρατίες οι δεύτεροι αποδεικνύονται πιο συνειδητοποιημένοι, αν θέλετε πιο φανατικοί, και επικρατούν.
Τους τελευταίους δέκα μήνες, σε παγκόσμιο επίπεδο γνωρίσαμε δύο δημοψηφίσματα και μια εκλογή δημοψηφισματικού χαρακτήρα, τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι μητροπόλεις -αυτές που μέχρι τώρα όριζαν τις τύχες των κρατών, κουβαλώντας μέσα τους αυτές τις δυνάμεις της νεωτερικότητας που έδειχναν προς το μέλλον- ηττήθηκαν.
– Τον περασμένο Ιούνιο, στο δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το Λονδίνο ψήφισε μαζικά υπέρ της παραμονής. Ομως το Brexit, το οποίο ήθελαν οι Βρετανοί της περιφέρειας, επικράτησε, έστω και οριακά.
– Τον Νοέμβριο, τη Χίλαρι Κλίντον ψήφισαν μαζικά οι πολίτες της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες, του Σαν Φραντσίσκο ή ακόμα και των μεγάλων πόλεων του παραδοσιακά ρεπουμπλικανικού Τέξας (Ντάλας, Χιούστον, Σαν Αντόνιο, Οστιν). Εξελέγη όμως πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ επειδή τον προτίμησαν αυτοί ακριβώς που έκριναν το αποτέλεσμα, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι από τους ημιαστικούς πληθυσμούς της Πενσιλβάνια, του Μίσιγκαν, του Ουισκόνσιν και της Δυτικής Βιρτζίνια.
– Τώρα ο Ερντογάν είδε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Αγκυρας και των άλλων μεγάλων πόλεων να του λένε «όχι». Κέρδισε επειδή οι Τούρκοι της επαρχίας φώναξαν πιο δυνατά «ναι». Τους χωρίζει πλέον άβυσσος που αποτυπώθηκε στις πρώτες διαδηλώσεις κατά του Ερντογάν αργά τη νύχτα (μια αντανάκλαση των διαμαρτυριών κατά του Τραμπ σε Νέα Υόρκη, Σικάγο, Λος Αντζελες το περασμένο φθινόπωρο).
Πάντα υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στα αστικά κέντρα και την περιφέρεια. Η πόλη υποδεχόταν και εξέπεμπε το καινούργιο, η ύπαιθρος κρατούσε περισσότερο τις αξίες του παρελθόντος. Ως τώρα αυτή η ταυτότητα των μεγάλων αστικών κέντρων ως κοιτίδες προόδου και νεωτερικότητας, όριζε τον νικητή. Ακόμα και οι συντηρητικοί έπρεπε με κάποιον τρόπο να κερδίσουν τις πόλεις για να επικρατήσουν. Τώρα όμως αυτή η ταυτότητα και αυτό το πολιτικό αξίωμα έρχονται να ηττηθούν.
Ετρεξαν υπερβολικά πολύ οι μεγάλες πόλεις; Αφησαν τέτοια απόσταση από την περιφέρεια που κάποια στιγμή αυτή αυτονομήθηκε, απέκτησε πολιτική συνείδηση και τους γύρισε την πλάτη; Ισως. Αλλά είναι πλέον η πρώτη φορά που η πρόοδος που αντιπροσωπεύει διαχρονικά το αστικό κέντρο άρχισε να μην κερδίζει τους πολίτες. Ή να τρομάζει περισσότερους απ’ όσους πείθει. Και αυτό μάλλον θα πρέπει να μας τρομάζει.