Οι «Αγανακτισμένοι» στο Σύνταγμα, το 2011. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά | SOOC
Απόψεις

Η ντροπή και η ελπίδα

Υπάρχει μια διάχυτη, υπόγεια δυσφορία, διαφορετική από ό,τι τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Δεν είναι τώρα η αγανάκτηση των ξεβολεμένων ή το ρίγος των ευάλωτων. Είναι ένα αίσθημα ντροπής για μια γενική αποτυχία, για την αποδοχή μιας αποτελμάτωσης που προπαγανδίζεται ως ανόρθωση ή και πρόοδος
Δημοσθένης Κούρτοβικ

Μια κυρία που είχε διαβάσει το άρθρο μου (εδώ) για τις εκλογές ηγεσίας της υπό ενοποίηση Κεντροαριστεράς μού είπε ότι συμφωνούσε με τις εκτιμήσεις μου, αλλά, πρόσθεσε με παράπονο, «αφήστε μας και λίγη ελπίδα, κύριε Κούρτοβικ». Αντιφατική στάση; Τόσο μόνο όσο η ζωή. Οι αλήθειες της λογικής δεν μπορούν να σκοτώσουν την ελπίδα. Και ευτυχώς. Όπως είπε ο Νίτσε, μια αλήθεια που επιτίθεται στη ζωή είναι ψεύδος. Η λογική μπορεί να υποδείξει μόνο πού δεν πρέπει να αναζητούμε την ελπίδα και αυτό το νόημα είχε το άρθρο μου.

Επομένως η κυρία εκείνη είχε δίκιο. Η πραγματικότητα έχει περισσότερες όψεις από όσες μπορεί να εξερευνήσει η λογική. Ας δούμε, λοιπόν, από μια άλλη σκοπιά αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα και το πώς το βιώνουμε.

Προβάλλει μια παράδοξη εικόνα. Η Κρίση πέρασε, αλλά δεν ξεπεράστηκε. Η μεσαία τάξη συμπιέζεται, αλλά ο στόλος των αυτοκινήτων στους δρόμους αυξάνεται καθημερινά και η οικοδομή έχει ξαναπάρει μπρος. Η φορολογική αφαίμαξη έχει εξαντλήσει τον λαό, αλλά του χορηγούνται ως αντίδοτο δραστικά (από πολιτική άποψη) χάπια κοινωνικού μερίσματος. Η παιδεία διαλύεται έσωθεν, έξωθεν και άνωθεν, αλλά η μόνη έγνοια των γονιών είναι πώς θα μπουν τα παιδιά τους σε μια ανώτατη σχολή. Η βία ογκώνεται με ολοένα πιο παρανοϊκά ιδεολογικά προσχήματα, αλλά οι πολίτες την έχουν συνηθίσει. Το πολιτικό σύστημα αναπαλαιώνεται επιτυχώς και το κράτος αποκαθιστά τις λειτουργίες που το οδήγησαν στη χρεωκοπία, αλλά η χρεωκοπία φαντάζει ήδη μακρινός εφιάλτης. Η κυβερνώσα Αριστερά επιδίδεται καθημερινά στο ξήλωμα των ιδεολογικών και ηθικών αρχών της, αλλά ο περισσότερος κόσμος που την έφερε στην εξουσία μοιάζει να μην ενοχλείται γι’ αυτό, ίσως μάλιστα το βρίσκει απαραίτητο.

Ταυτόχρονα όμως συλλαμβάνουμε μια διάχυτη, υπόγεια δυσφορία, διαφορετική από ό,τι τα πρώτα χρόνια της Κρίσης. Δεν είναι τώρα η αγανάκτηση των ξεβολεμένων ή το ρίγος των κοινωνικά ευάλωτων. Είναι μάλλον ένα αίσθημα ντροπής για μια γενική αποτυχία, για την αποδοχή μιας αποτελμάτωσης που προπαγανδίζεται ως ανόρθωση ή και πρόοδος, για μια παρακμή που εκκρίνει από τη μια αμοραλισμό, από την άλλη έξαλλο ανορθολογισμό, για μια εξαχρείωση με την οποία εξαγοράζεται η απειλή της πτώσης.

Καθαρότερα το βλέπουμε αυτό στον κόσμο που αποτελεί τον αριστερό πυρήνα της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, είναι όμως ένα αίσθημα που διαπερνά όλο το κομματικό και κοινωνικό φάσμα. Λαϊκοί και φιλελεύθεροι δεξιοί βλέπουν μουδιασμένοι το κόμμα τους να έχει ταβανώσει στις δημοσκοπήσεις, την πιο προκλητικά ανακόλουθη και δίγλωσση κυβέρνηση της ελληνικής Ιστορίας να συγκρατεί τον κύριο όγκο της εκλογικής πελατείας της. Φιλελεύθεροι αριστερής απόκλισης (μαζί με τους κεντροδεξιούς τα δυναμικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας) ετοιμάζονται να δώσουν, με κρύα καρδιά, την ψήφο τους σε κόμματα στα οποία δεν πιστεύουν. Το κυρίαρχο αφήγημα της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, προϊόν αριστερού λαϊκισμού, έχει απομυθοποιηθεί από την ίδια τη λαϊκιστική Αριστερά ως κυβέρνηση, αλλά δεν υπάρχει διαθέσιμο άλλο για να το αντικαταστήσει. Ντροπιασμένοι βλέπουμε ότι οι λαοί που βρέθηκαν μαζί μ’ εμάς στην ίδια δίνη τα κατάφεραν πολύ καλύτερα χωρίς επαναστατικές εξάψεις. Όταν πέρασε η παραζάλη της ηρωικής αντιμνημονιακής χορογραφίας, βρεθήκαμε αντίκρυ σ’ έναν καθρέφτη που μας γύριζε μια αβάσταχτη εικόνα μας.

Αλλά από αυτό ακριβώς, θα έλεγα στην παραπονεμένη κυρία, μπορεί να βλαστήσει η ελπίδα, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Κανένας λαός δεν αντέχει για πολύ το βάρος της ντροπής. Η συλλογική ντροπή είναι κάτι που δεν ανιχνεύεται από τα όργανα της ορθολογικής πολιτικής ανάλυσης, μπορεί όμως να πυροδοτήσει απρόβλεπτες εξελίξεις. Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη) η τουρκάλα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ετζέ Τεμελκουράν μιλάει μεταξύ άλλων για την πολυήμερη, μαζική εξέγερση του πάρκου Γκεζί το 2013, σε μια στιγμή που η τουρκική κοινωνία έδειχνε να έχει ανταλλάξει πολιτική υπακοή με ευημερία. Η Τεμελκουράν περιγράφει την έναρξη της εξέγερσης ως ξέσπασμα μιας καλλιεργημένης, με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση, πολιτισμικά εξωστρεφούς νεολαίας εναντίον ενός καθεστώτος που την είχε κάνει να ντρέπεται παραδίνοντάς τη στη χλεύη των ευνοημένων οπαδών του, τους οποίους είχε μάθει να θεωρούν τέτοιες ιδιότητες άχρηστες και «φλούφλικες». Στην πορεία η εξέγερση κινητοποίησε και άλλες κοινωνικές ομάδες με παρόμοια αισθήματα. Στο πάρκο Γκεζί σφυρηλατήθηκε ο πυρήνας μιας σύγχρονης αντιπολίτευσης στο καθεστώς Ερντογάν.

Το πάρκο Γκεζί δεν ήταν πλατεία Συντάγματος. Οι εξεγερμένοι εκεί δεν υπερασπίζονταν προνόμια. Διεκδικούσαν την αξιοπρέπειά τους. Η ντροπή τους είχε γίνει γόμωση μιας πολιτικής βόμβας. Η δική μας, ίσως βαθύτερη ντροπή, θα ξεσπάσει κάποτε και αυτή, έχοντας, ας ελπίσουμε, βγάλει σωστά συμπεράσματα από τις εμπειρίες των χρόνων της Κρίσης.