Ο επικαιροποιημένος εθνικός διχασμός του 21ου αιώνα δεν αφήνει νικητές και ηττημένους∙ μόνο μια αίσθηση ματαιότητας και ανημπόριας. Και οι δύο παρατάξεις, «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί», είδαν τις μεγαλοστομίες τους να συντρίβονται στις μυλόπετρες της πραγματικότητας.
Η «πατριωτική» παράταξη, ως πλειοψηφική που ήταν εξαρχής, κυρίευσε το καράβι με ρεσάλτο αλλά δεν τόλμησε να αλλάξει τη ρότα του. Κατάφερε να πάρει την εξουσία για να βρεθεί στη συνέχεια να εφαρμόζει το πρόγραμμα του αντιπάλου της. Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρατηρούν ότι το εφαρμόζει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές αντιδράσεις. Ήδη κάποιοι δείκτες έχουν αρχίσει πάλι να ευημερούν, ερήμην των ανθρώπων, και οι απρόθυμοι κυβερνώντες δεν προλαβαίνουν να δέχονται τα συγχαρητήρια των ευρωαμερικανών επικυρίαρχων, συνοδευόμενα από «φιλικές» παροτρύνσεις να επιδείξουν ακόμη μεγαλύτερο μεταρρυθμιστικό ζήλο.
Από την άλλη, η τυπικά ηττημένη «μνημονιακή» παράταξη βιώνει τη δική της παραδοξότητα, αναγκασμένη να αντιμάχεται τις πολιτικές με τις οποίες ταυτίστηκε. Παραπαίει πιεζόμενη από δύο αντιφατικές επιταγές: αφενός να διατηρήσει μια διακριτή υπόσταση και να μην αυτοκαταργηθεί ως αντιπολίτευση, αφετέρου να υπερασπιστεί αυτό που θεωρεί ως δική της κληρονομιά. Εξ ου και το συνεχές πισωγύρισμα, η ταλάντευση ανάμεσα σε μια «σκληρή» και μια «συναινετική» γραμμή, που μόνο σύγχυση δημιουργεί στους δυνητικούς ψηφοφόρους της.
Η αντιστροφή θέσεων μεταξύ «ευρωπαϊστών» και «πατριωτικού μετώπου» είναι ο ορισμός της ιστορικής ειρωνείας. Όσο και αν πάλεψαν με βίαιες ρητορικές επιτελέσεις να πείσουν, πριν από όλα τον ίδιο τον εαυτό τους, για τις αγεφύρωτες διαφορές τους, συνειδητοποιούν επώδυνα ότι οι ομοιότητες είναι πολύ περισσότερες από όσες φαντάζονταν.
Το «μνημονιακό» στρατόπεδο, ο καλός και σεβαστικός μαθητής, βλέπει με αδύναμη οργή τον νταή της τάξης να πρωτεύει και να τον ξεπερνά σε επιδόσεις, να γίνεται ο χαϊδεμένος του δασκάλου
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμηχανίας: το χρηματιστήριο, με το ράλι ανόδου των τελευταίων ημερών. Ούτε η κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίσει, καθώς τα αριστερά της γονίδια απεχθάνονται αυτό το σύμβολο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ούτε η αντιπολίτευση μπορεί να πει πολλά πράγματα, γιατί φοβάται μην πιστώσει στον αντίπαλο της αυτό το επίτευγμα. Παρακολουθούν όλοι άλαλοι και ντροπιασμένοι, όσοι τουλάχιστον δεν έχουν τυφλωθεί τελείως από κομματικές παρωπίδες ή αβάσιμους φόβους που εμπίπτουν στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας.
Το «πατριωτικό» στρατόπεδο πασχίζει να βρει μια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων εκφάνσεων του, κυβερνητικής, κομματικής, κοινωνικής∙ αναζητά ένα ενοποιητικό αφήγημα που θα ανασυστήσει την εδεμική αγνεία της αντιστασιακής του περιόδου, τότε που οι συνοριακές γραμμές ήταν χαραγμένες με σαφήνεια και φυλάσσονταν με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα.
Το «μνημονιακό» στρατόπεδο, ο καλός και σεβαστικός μαθητής, βλέπει με αδύναμη οργή τον νταή της τάξης να πρωτεύει και να τον ξεπερνά σε επιδόσεις, να γίνεται ο χαϊδεμένος του δασκάλου, αυτός που έχει αποστηθίσει τον πίνακα της προπαίδειας αλλά μέσα του βράζει από επιθυμία να βροντήξει το σχολείο και να παίξει ποδόσφαιρο στη διπλανή αλάνα.
Τι μένει στο τέλος από αυτό το αναποδογύρισμα; Μια αίσθηση αδιεξόδου, ματαίωσης και παραίτησης. Μένει η προσοικείωση της απωθημένης αλήθειας της εξάρτησης. Η τραυματική διαπίστωση ότι η νεότερη Ελλάδα ήταν και θα παραμείνει μια χώρα σε καθεστώς ετερονομίας, με μια ιστορία περίπου 200 χρόνων που θα μπορούσε να γραφτεί ως διαδοχή αλλεπάλληλων μνημονίων με τους δυτικούς προστάτες της. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι οι χρησμοί δίνονται στη Ρώμη, όχι στους Δελφούς.