Ο Προϋπολογισμός περιγράφει δυο βασικές λειτουργίες του κράτους: από πού αντλεί έσοδα (πώς, ποιους και πόσο φορολογεί) και πώς τα κατανέμει, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της κοινωνίας και του κράτους.
Ο τρόπος που κατανέμονται τα διαθέσιμα κεφάλαια, πολλά ή λίγα, δείχνει πώς ιεραρχεί κάθε κυβέρνηση τις ανάγκες της κοινωνίας και του κράτους που διοικεί.
Ελλάδα και Πορτογαλία έχουν ίδιο μέγεθος πληθυσμού και οικονομίας. Εχουν και παρόμοιο μέγεθος προϋπολογισμού, ξοδεύουν περίπου τα ίδια. Ομως για κάθε τρία ευρώ που ξοδεύει η Ελλάδα για την Υγεία, η Πορτογαλία ξοδεύει τέσσερα, δηλαδή 33% περισσότερα!
Με αντικειμενικά κριτήρια, δεν είναι η Πορτογαλία που ξοδεύει πολλά αλλά η Ελλάδα που ξοδεύει λίγα για τη Δημόσια Υγεία. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως αυτή η υστέρηση είναι προϊόν σχεδιασμού και ιεράρχησης προτεραιοτήτων εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι, κυρίως, ένδειξη φτωχού κεντρικού σχεδιασμού και ανορθολογικής, ευκαιριακής κατανομής των πόρων.
Και είναι διαχρονικό το φαινόμενο στην Ελλάδα, συντάσσουμε και εκτελούμε προϋπολογισμούς αποσπασματικούς, πρόχειρους, χωρίς πυξίδα και σχέδιο. «Πώς κατανέμουμε πόρους, βάρη και δαπάνες;». Αυτή είναι η συζήτηση που θα έπρεπε να προηγείται κάθε άλλης συζήτησης για τον Προϋπολογισμό. Αλλά δεν γίνεται καν. Το άρθρο σε αυτή τη συζήτηση θέλει να συμβάλει. Αποτελεί μια περιήγηση στον παράδοξο κόσμο του Προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους. Αναδεικνύει κάποιες από τις διαρκείς αδυναμίες στην κατανομή των πόρων.
Η ανάλυση βασίζεται στη σύγκριση μεταξύ του τρόπου που κατανέμει τους πόρους η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Για να υπάρχει αντικειμενικό μέτρο, δεν συγκρίνονται τα απόλυτα ποσά που δαπανά κάθε χώρα αλλά τα ποσά που δαπανά ως ποσοστό του ΑΕΠ της. Πόσο μέρος, δηλαδή, του παραγόμενου πλούτου επιμερίζει κάθε χώρα στις βασικές ανάγκες κράτους και κοινωνίας.
Τα βάρη της Ελλάδας
(Άμυνα – Χρέος)
Πολλοί πιστεύουν ότι η Αμυνα και η εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι) είναι τα μεγάλα βάρη του ελληνικού Προϋπολογισμού. Πράγματι, η Ελλάδα δαπανά τα περισσότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για την Αμυνα. Και για τόκους δαπανά πολλά, όχι όμως τα περισσότερα.
Ωστόσο, η γεωπολιτική θέση και η νησιωτικότητα επιβαρύνουν τις αμυντικές δαπάνες, δημιουργούν όμως και έσοδα καθιστώντας την Ελλάδα διαμετακομιστικό κόμβο & ελκυστικό τουριστικό προορισμό.
Συνολικές Δαπάνες (πλην Άμυνας & Χρέους)
Αν τώρα αφαιρέσουμε όσα δαπανούμε για Άμυνα και τόκους, αυτό που μένει για όλες τις άλλες ανάγκες κράτους και πολιτών, οι Συνολικές Δαπάνες (πλην άμυνας και χρέους), είναι πολύ κοντά στο μέσο όρο της Ευρώπης. Συγκεκριμένα μόλις κατά 1% χαμηλότερο από τον κοινοτικό μ.ό. και 2% από τον μ.ό. της Ευρωζώνης.
Αυτό σημαίνει ότι δεν δικαιολογείται να λείπουν γάζες από τα νοσοκομεία. Κάτι κάνουμε πολύ στραβά στην κατανομή των δαπανών.
Δαπάνες Κοινωνικής Προστασίας – Ανεργία
Η Ελλάδα καταγράφει εδώ και χρόνια το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη.
Δαπανούμε τα μισά από το μ.ό. της ΕΕ, αν κι έχουμε τριπλάσιους ανέργους.
Το λιγότερο που θα περίμενε κανείς από τον ελληνικό Προϋπολογισμό είναι να αντιγράψει τον ισπανικό, που κατευθύνει σχεδόν τετραπλάσιους πόρους στη στήριξη των ανέργων.
Δαπάνες Κοινωνικής Προστασίας – Οικογένεια
Αντ΄αυτών, είμαστε προτελευταίοι στην Ευρωζώνη σε δαπάνες στήριξης της οικογένειας και των παιδιών.
Η πιο γερασμένη κοινωνία της γηραιάς ηπείρου, χωρίς ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Δαπάνες Κοινωνικής Προστασίας – Ακραία φτώχια
Στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που κινδυνεύει ή ζει ήδη σε συνθήκες ακραίας φτώχιας και κοινωνικού αποκλεισμού (Eurostat-2015).
Αλλά θεσπίσαμε το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα τελευταίοι και κατόπιν πιέσεων των δανειστών. Και 3 χρόνια μετά τη θέσπισή του, 1 χρόνο μετά την ένταξή του στο 3ο Μνημόνιο, ακόμη δεν υλοποιείται απρόσκοπτα και πανελλαδικά. Διότι η κυβέρνηση αναρωτιέται ποια δαπάνη θα περικόψει για να μεταφέρει πόρους στους πιο αδύναμους.
Ναι, 2 χρόνια τώρα, το αριστερό κόμμα που εκλέχτηκε κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση δεν μπορεί να ανακατανείμει τις κοινωνικές δαπάνες ώστε να διασφαλίσει πόρους για τους άπορους.
Συνολικές Δαπάνες Κοινωνικής Προστασίας
Αν και συνειδητοποιήσαμε πλέον όλοι τις αδικίες, τις ανισότητες και την ανθρωπιστική κρίση των τελευταίων ετών, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να μοιράζει άνισα και ανορθολογικά τους πόρους του κοινωνικού κράτους.
Ο Προϋπολογισμός εξακολουθεί να υπηρετεί ανάγκες του πελατειακού συστήματος, κοινωνικών ομάδων με ισχυρή πολιτική επιρροή και το φόβο του πολιτικού κόστους.
Η υπόθεση του έκτακτου βοηθήματος προς τους συνταξιούχους είναι ενδεικτική. Όπως προκύπτει και από την απολογητική επιστολή Τσακαλώτου, η Κυβέρνηση πήρε από το κρατικό ταμείο χρήματα που είχε συμφωνηθεί να κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Τα πήρε δηλαδή από τους πιο φτωχούς, τους πιο αδύναμους και τα έδωσε σε άλλες κοινωνικές ομάδες που συγκριτικά είχαν λιγότερη ανάγκη αλλά μεγαλύτερη εκλογική δύναμη.
Υγεία – Εκπαίδευση – Πολιτισμός
Ουραγοί στη χρηματοδότηση
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, Υγεία, Παιδεία και Πολιτισμός είναι τομείς δευτερεύουσας σημασίας, χαμηλής προτεραιότητας.
Για την Υγεία δαπανούμε πολύ λιγότερα από το μ.ό. στην Ευρώπη.
Εφόσον οι Συνολικές Δαπάνες της Ελλάδας (πλην άμυνας & τόκων) αθροίζονται στο 43% του ΑΕΠ – 1% λιγότερο από τον μ.ό. της Ε.Ε. (44%) ή 2% λιγότερο από την Ευρωζώνη- τηρουμένων των αναλογιών, η Ελλάδα θα ‘πρεπε να δαπανά για την Υγεία περίπου 7,1% του ΑΕΠ. Αλλά δαπανά μόλις 4,7%.
Η μεγάλη αυτή απόκλιση δεν οφείλεται στην οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά στις προτεραιότητες του Προϋπολογισμού της. Επιλέξαμε να διοχετεύουμε τους πόρους αλλού!
Δημόσια Τάξη – Περιβάλλον
Πρωταθλητές στις δαπάνες
Και για το περιβάλλον δαπανούμε τα περισσότερα στην Ευρωζώνη! Ο κοινοτικός μ.ό. για περιβαλλοντικές δαπάνες είναι 0,8% του ΑΕΠ και η Ελλάδα ξοδεύει τα διπλά (1,6%)!
Αυτή η υπέρβαση δαπανών οφείλεται κυρίως α) στην υπερβολική επιβάρυνση για ενίσχυση των μονάδων ΑΠΕ και β) στην αυξημένη δαπάνη για τη Διαχείριση Απορριμμάτων. Ναι, η Ελλάδα ξοδεύει τα περισσότερα, περίπου διπλάσια από το μ.ό. της Ευρωζώνης για διαχείριση απορριμμάτων!
Κράτος σπάταλο & υπερτροφικό
Στον λογαριασμό «Γενικές Υπηρεσίες» καταχωρούνται όλες οι δαπάνες που δεν συνδέονται με τις βασικές υποχρεώσεις του κράτους για κοινωνικές δαπάνες, Υγεία, Άμυνα, Δημόσια Τάξη, Εκπαίδευση κ.λπ.. Εδώ σωρεύονται οι υπερβολές ενός σπάταλου και υπερμεγέθους κράτους.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ελλάδα δαπανούσε για «Γενικές Υπηρεσίες» 2,7% του ΑΕΠ περισσότερο από τον μ.ό. της Ευρωζώνης. Ως μέτρο σύγκρισης, στο ίδιο διάστημα δαπανούσε για «Αμυνα» 1,4% του ΑΕΠ περισσότερο από τον μ.ό. της Ευρωζώνης.
Το βάρος στον Προϋπολογισμό από τις δαπάνες για «Γενικές Υπηρεσίες» είναι περίπου διπλάσιο του βάρους των αμυντικών δαπανών! Αν κινούμασταν στο μ.ό. της Ευρώπης, θα εξοικονομούσαμε 4,5 δισ.€ ετησίως.
Πρωταθλητές στους έμμεσους φόρους
Κι έτσι, όλα στη χώρα δουλεύουν εναντίον των ανέργων!
Υψηλοί εταιρικοί φόροι και υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αποθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τους ανέργους να βρουν δουλειά. Οι οποίοι, ταυτόχρονα, ενώ από την κοινωνική πρόνοια λαμβάνουν ελάχιστη ή καθόλου στήριξη, επιβαρύνονται δυσανάλογα από τους υψηλούς έμμεσους φόρους.
Εταιρικοί φόροι
Αν κι έχουμε το οξύτερο πρόβλημα ανεργίας, το μεγαλύτερο έλλειμμα επενδύσεων, καταδιώκουμε φορολογικά την επιχειρηματικότητα και διευκολύνουμε τη φυγή των επιχειρήσεων.
Φορολογικός Ανταγωνισμός
Από την ομάδα των κρατών με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές καμιά δεν γειτνιάζει με χώρα της ΕΕ που προσφέρει εξαιρετικά χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Μόνον η Ελλάδα. Η οποία στο φορολογικό ανταγωνισμό των γειτόνων της απαντά με άγνοια κινδύνου: ήταν η μόνη χώρα του ΟΟΣΑ που αύξησε τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων το 2015.
Η περιπέτεια του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος αναδεικνύει τη ρίζα των προβλημάτων δόμησης του Προϋπολογισμού
Ενα αριστερό κόμμα, γεμάτο ευαισθησία για τους αδύναμους, δεν κατάφερνε να βρει πόρους για να στήσει ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας από την ακραία φτώχεια. Υπάρχει μια απλή εξήγηση γι’ αυτήν την αντίφαση. Διότι το 3ο μνημόνιο επέβαλε μεν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα αλλά χωρίς προίκα. Η χρηματοδότησή του θα ήταν αποτέλεσμα ανακατανομής πόρων από άλλες κοινωνικές δαπάνες.
Ομως το ελληνικό πολιτικό σύστημα –η Αριστερά του λαϊκισμού ακόμα περισσότερο– είναι εθισμένο στο σύστημα διακυβέρνησης του Αγιου Βασίλη: Να μοιράζει μόνο, χαριστικά και άκοπα. Η ανακατανομή πόρων με κριτήριο ανάγκες και προτεραιότητες και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δείχνουν να είναι πέραν των δυνατοτήτων και προδιαγραφών του συστήματος. Γι’ αυτό και επιβίωσαν την εποχή των μνημονίων οι στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν όταν το πουγκί του Αγιου Βασίλη ήταν φουσκωμένο με δανεικά.
Ομως μια κυβέρνηση που αδυνατεί να περιορίσει τις δαπάνες της για να στηρίξει τους πιο αδύναμους, είναι κυβέρνηση ανίκανη να επενδύσει στην ανάπτυξη, να σχεδιάσει το μέλλον. Διότι επένδυση στο μέλλον σημαίνει δέσμευση πόρων από την κατανάλωση του παρόντος για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ευημερίας στο μέλλον.
Ευημερία και Ανάπτυξη σημαίνει περισσότερες θέσεις εργασίας, λιγότεροι άνεργοι, λιγότερη φτώχεια, περισσότερα έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία. Περισσότερος πλούτος για τους πολίτες και κέρδη για τις επιχειρήσεις, περισσότερα έσοδα από φόρους. Ολα τα δημοσιονομικά προβλήματα είναι ευκολότερα διαχειρίσιμα σε περιβάλλον ανάπτυξης. Πώς θα έρθει όμως;
Πολλά μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη. Στο επίπεδο του Προϋπολογισμού το βασικό αναπτυξιακό εργαλείο που διαθέτει είναι η φορολογική πολιτική και ειδικότερα η φορολόγηση των επιχειρήσεων. Ο Προϋπολογισμός του 2017 όμως αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη, ακριβώς όπως δεν ενδιαφέρεται για τους ανέργους της. Τουλάχιστον όχι τόσο, ώστε να διαμορφώσει κατάλληλα τη φορολογική πολιτική του κράτους.
Η υπερφορολόγηση, η εχθρική προς το επιχειρείν φορολογική πολιτική και η άνιση κατανομή των κοινωνικών δαπανών, η αδυναμία του κοινωνικού κράτους να στηρίξει τους ανέργους και να προστατεύσει τους ευάλωτους, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι το πρόσωπο μιας κοινωνίας που βαθαίνει την ανισότητα και συντηρεί την αδικία, που γυρίζει την πλάτη της στο μέλλον, χωρίς ένστικτο αυτοσυντήρησης.