Στην Ιταλία, ο Ματέο Ρέντσι είχε ξεκινήσει τη μετεωρική του άνοδο από τη δημαρχία της Φλωρεντίας στην πρωθυπουργία ως ο άνθρωπος που θα άλλαζε τις τύχες της χώρας του και θα επαναπροσδιόριζε τι σημαίνει Αριστερά στον ευρωπαϊκό νότο. Για μερικούς ήταν ένας νέος Μπερλινγκουέρ. Μόλις τέσσερα χρόνια από τη μέρα που έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός της Ιταλικής Δημοκρατίας, οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν πως το μόνο που κατάφερε να αναστήσει ήταν ο Μπερλουσκόνι.
Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι τρίτο – πίσω και από το δεξιό συνασπισμό του Μπερλουσκόνι με την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά και από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το πιο βαθιά λαϊκιστικό κόμμα της Ευρώπης, ακόμη και χωρίς τον ιδρυτή Μπέπε Γκρίλο, με αρχηγό το Λουίτζι ντι Μάιο. Κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της και καμμία όσες η Ιταλία. Αλλά η ιστορία του Ρέντσι είναι απλή: ξεκίνησε πιστεύοντας ότι μπορεί να συγκρουστεί με τη Γερμανία και να κερδίσει. Ύστερα νόμισε πως θα είχε στο πλευρό του τη Γαλλία. Μετά πίστεψε ότι μπορεί να πείσει τη Γερμανία να στηρίξει εκείνον, με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει την ιδέα ενός «μετώπου του Νότου». Και στο τέλος βρέθηκε μπροστά στο ερώτημα εάν θέλει να έχει τράπεζες, οικονομία και ευρώ. Η πορεία είχε κριθεί, ακόμη και χωρίς την απερισκεψία ενός δημοψηφίσματος για συνταγματικές αλλαγές που στην ουσία ήταν μια ψήφος εμπιστοσύνης στον ίδιο. Έχασε, έφυγε, κατάφερε να ξανακερδίσει το κόμμα και να το οδηγεί με σιγουριά στο αδιέξοδο.
Στη Γερμανία, το αδιέξοδο του ιστορικότερου κόμματος της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, του SPD έχει ακόμη πιο βαθιά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Όποιος παρακολούθησε το ντιμπέιτ του με την κα Μέρκελ πριν από τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου θυμάται ότι δεν ήταν καν δυο πτέρυγες του ίδιου κόμματος που διαφωνούσαν. Αφού συνέπεσαν σε όλα (σε όλα, όμως) είχαν μια φιλική αψιμαχία για το πόσους πρόσφυγες πρέπει να πάρει η Γερμανία από την Τουρκία. Οικονομία, εργασιακές σχέσεις, φορολογία, διατήρηση και κατανομή του πλούτου της χώρας, όλα ήταν σαν να άκουγε κανείς το ίδιο μανιφέστο σε στερεοφωνική μετάδοση.
Ο Σουλτς αφού συμφώνησε στο «Μεγάλο Συνασπισμό», υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Το κόμμα που είχε στις αρχές της δεκαετίας του 80 ένα εκατομμύριο μέλη, σήμερα μετρά τα μισά. Και αυτά ψηφίζουν για το εάν δέχονται άλλη μια συγκυβέρνηση με την καγκελάριο που λεηλάτησε το δικό τους πρόγραμμα (την «Ατζέντα» του Σρέντερ) και το έκανε κυβερνητική της πολιτική, που έφερε τη Γερμανία στο απόγειο της δύναμής της και την ίδια αιώνια στην καγκελαρία. Αν πουν ναι, το 2021 οι Χριστιανοδημοκράτες θα έχουν συμπληρώσει 16 συνεχή χρόνια στην εξουσία, από τα οποία τα 12 θα έχουν συγκυβερνήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι δεν άλλαξαν τίποτα από την πολιτική της τελευταίας κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, από το 2000 και μετά SPD και CDU είναι στην πραγματικότητα το ίδιο κόμμα – με διαφορές περισσότερο ιστορικές παρά πολιτικές.
Μπορεί, λοιπόν, να επιζήσει η παράταξη που δημιούργησε το ευρωπαϊκό «κοινωνικό μοντέλο»; Ο πολιτικός της χώρος έχει συρρικνωθεί δραματικά. Όπου η κρίση ταυτότητας είναι πιο βαθιά, η συνηθισμένη αντίδραση είναι το αίτημα για «στροφή προς τα Αριστερά», για αναζήτηση της «ιστορικής ρίζας» και για επαναχάραξη των διαχωριστικών γραμμών. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Ότι όπου πετυχαίνει μια ανανέωση του χώρου έρχεται από το άνοιγμα προς τα δεξιά, από τη στροφή σε κεντρώες πολιτικές, σε μετριοπαθή συνθετικά σχήματα.
Η Γαλλία είναι το προφανές παράδειγμα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (το κόμμα του Ζορές και του Μιτεράν) επέλεξε για υποψήφιο τον αριστερότερο που είχε στη διάθεσή του, τον ξεχασμένο από όλους σήμερα Μπενουά Αμόν. Τα κεντρικά του γραφεία, το ιστορικό κτίριο της οδού Σολφερίνο, είναι σήμερα προς πώληση – έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν πια στελέχη για να γεμίσουν τα γραφεία. Το πείραμα Μακρόν -μια πολιτική πρόταση με αναφορά στο ρόλο της Γαλλίας στην Ευρώπη χωρίς ουσιαστικά ιδεολογικό πρόσημο- εξαφάνισε τη βάση και το στελεχιακό δυναμικό των Σοσιαλιστών, για να σχηματίσει μια κυβέρνηση με ένα δεξιό πρωθυπουργό. Η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος στη Γαλλία έγινε μέσα σε λίγους μήνες, με τη βοήθεια της συγκυρίας και της τύχης, αλλά με σταθερό άξονα το Κέντρο.
Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ισπανίας. Αφού σχεδόν διαλύθηκαν για να μην υποστηρίξουν άλλη μια κυβέρνηση υπό το δεξιό Ραχόι, οι Σοσιαλιστές επανεξέλεξαν στην ηγεσία τον Πέδρο Σάντσες. Ο Σάντσες είναι ο κυριότερος στην Ευρώπη εκπρόσωπος της θεωρίας των διαχωριστικών γραμμών και της συνάφειας των αριστερών δυνάμεων. Η ιδέα του είναι απλή: «ποτέ με τη Δεξιά». Άρα, στόχος του παραμένει μια συγκυβέρνηση με την κάθε προέλευσης κοινοβουλευτική αριστερά, δηλαδή με τους «Ποδέμος». Αυτό το ωραίο κόμμα διαμαρτυρίας που ξεσήκωνε και τις ελληνικές ψυχές, τότε που ήταν έτοιμες να «σκίσουν τα Μνημόνια», είναι σήμερα ένα φεγγάρι στη δύση του. Οι ισπανοί ψηφοφόροι είδαν τι συνέβη στην Ελλάδα και προτίμησαν να μην το δοκιμάσουν.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει σήμερα, αφότου ο Σάντσες έστρεψε τους Σοσιαλιστές προς τα αριστερά. Οι Ισπανοί έχουν φτάσει στα όριά τους με το Ραχόι, ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές. Η τελευταία δημοσκόπηση της εφημερίδας El Pais δείχνει ότι αν γίνονταν σήμερα εκλογές πρώτο κόμμα θα ήταν (διπλασιάζοντας τις ψήφους του) οι Πολίτες (Ciudadanos) με 27%. Το τέλος του «παλιού συστήματος» στην Ισπανία, καθώς βγαίνει από τη μεγάλη οικονομική κρίση, γράφεται με μια ιστορική στροφή προς ένα νέο κέντρο – και όχι προς τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Στα μέσα του Μάρτη, ό,τι έχει απομείνει από αυτό τον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο στην Ελλάδα θα κάνει ένα συνέδριο, αφού εξέλεξε μια ηγεσία που συμβολίζει την απόλυτη προσκόλληση στην ιστορικότητα (για να το πούμε πολύ κομψά). Δεν θα χαλάσουν τις καρδιές τους για ιδεολογικά θέματα. Αλλά το πολιτικό δίλημμα θα είναι εκεί: με ποιον θα μπορούσαν να συνεργαστούν μετεκλογικά; Και προεκλογικά; Έχουν συγγένεια με τον ΣΥΡΙΖΑ, λόγω καταγωγής, ή με τη ΝΔ, λόγω πολιτικής συνάφειας; Μια ματιά σε όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη δεν θα ήταν κακή ιδέα. Το αντίθετο: πολύ καλή για να πιστεύει κανείς πως θα συμβεί.