Η Αθήνα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα από τα μεγάλα θύματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Να θυσιαστεί στον βωμό της δημιουργίας ενός νέου υπερτροφικού πελατειακού κράτους, που δεν νοιάζεται για τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, και στοχεύει μόνο στην αναπαραγωγή του. Ενός κράτους που αδιαφορεί για την κατάσταση στην πρωτεύουσα της χώρας.
Η κλιμάκωση μιας αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και διαλύει την παραγωγική μεσαία τάξη, η εκτεταμένη αποδόμηση των μηχανισμών της Πολιτείας σε συνδυασμό με την προκλητική αδιαφορία για τα ζητήματα ασφάλειας, βύθισαν και πάλι την Αθήνα -και ειδικότερα το κέντρο της- σε μια νέα περίοδο παρακμής.
Κατά το διάστημα 2012 – 2014 έγιναν, σε αντίξοες συνθήκες, συστηματικές προσπάθειες για να κλείσουν οι μεγάλες πληγές που άνοιξε η οικονομική κρίση.
Η τουριστική ανάπτυξη, που τα αποτελέσματά της τα βλέπουμε σήμερα στην Αθήνα, οι πολιτικές τήρησης του νόμου και της τάξης, η μείωση της παραβατικότητας είχαν φέρει συγκεκριμένα, απτά, θετικά αποτελέσματα.
Η πόλη των Αθηνών είχε αρχίσει και πάλι να στέκεται σιγά – σιγά στα πόδια της. Η οικονομική δραστηριότητα να εμφανίζεται και πάλι, οι δρόμοι να φωτίζονται, η ζωή να επανέρχεται σε υποβαθμισμένες γειτονιές, το αίσθημα ασφάλειας να εμπεδώνεται.
Από το 2015 και μετά, παρά τα θετικά αποτελέσματα της οικονομίας του τουρισμού και τις προσπάθειες του Δήμου Αθηναίων με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει, η πόλη μπήκε σε μια νέα αρνητική φάση. Η ανομία επέστρεψε σταδιακά στο κέντρο, σε περιοχές όπως αυτή του Πολυτεχνείου και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου καταγράφονται καθημερινά κρούσματα βίας, το Πεδίον του Αρεως παραδόθηκε στα ναρκωτικά και στην πορνεία, τα Εξάρχεια έγιναν ένα κλειστό, «αυτοδιοικούμενο πάρκο» παραβατικότητας.
Κεντρικές αρτηρίες, όπως η οδός Σταδίου, με κλειστά εμπορικά καταστήματα, εγκαταλελειμμένα κτίρια, καμένους κινηματογράφους, υπογραμμίζουν την ερημοποίηση του κέντρου των Αθηνών και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα υστερεί και σε ένα ακόμη πεδίο σε σχέση με τις υπόλοιπες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ο δήμος δεν διαθέτει τις πλήρεις αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη λήψη μέτρων για τη σταδιακή αναγέννηση της πόλης
Στο ζοφερό αυτό σπιράλ της παρακμής, η Αθήνα υστερεί και σε ένα ακόμη πεδίο σε σχέση με τις υπόλοιπες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ο δήμος δεν διαθέτει τις πλήρεις αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη λήψη μέτρων για τη σταδιακή αναγέννηση της πόλης. Η δημόσια συζήτηση που είχε σαν σκοπό την εξέλιξη του Δήμου Αθηναίων σε μητροπολιτικό δήμο, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έχει διακοπεί με ευθύνη της κυβέρνησης.
Και προς επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος, η κυβέρνηση, εν κρυπτώ, χωρίς διαβούλευση, χωρίς σχεδιασμό, με συνοπτικές διαδικασίες, προωθεί σχέδιο νόμου για τη σύσταση φορέα ανάπλασης του κέντρου της πόλης των Αθηνών.
Ωσάν το μόνον που έλειπε προκειμένου να αναγεννηθεί η πόλη μας ήταν ένας ακόμη φορέας, μία ακόμη «συναρμόδια» υπογραφή…
Πρόκειται για μία κακέκτυπη εκδοχή της πάλαι ποτέ «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Α.Ε.», που και νόημα και ρόλο σημαντικό είχε. Το φάσμα των αρμοδιοτήτων της «Ανάπλασης Αθηνών Α.Ε.», όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου, όμως θα δημιουργήσει επιπλοκές και επικαλύψεις με όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο το ρόλο και τη φωνή του υπουργείου Πολιτισμού το οποίο μεθοδικά και με σχέδιο απαξιώνεται και περιθωριοποιείται.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και σε αυτή την περίπτωση υιοθετεί μεθόδους που εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένα πελατειακά συμφέροντα, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην κοινωνία. Επιδίδεται συστηματικά στη δημιουργία δομών χωρίς λογική, προφανώς για τη δημιουργία θέσεων που προορίζονται για τη συγκρότηση ενός «αριστερού» πελατειακού κράτους, ενός νέου συστήματος εξουσίας.
Μία τέτοια λογική εξυπηρετεί και η «Ανάπλασης Αθηνών Α.Ε.», από την οποία προφανώς θα επωφεληθούν συγκεκριμένα μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Κανένα έργο ουσίας δεν θα ολοκληρωθεί, καμία πρόνοια δεν θα υπάρξει για την πόλη των Αθηνών.
Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος αυτή τη στιγμή είναι η απόσυρση του νομοσχεδίου και η έναρξη διαλόγου από μηδενική βάση. Για να μπορέσει επιτέλους η Αθήνα να βρει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που συσσωρεύονται καθημερινά.
* Η Ολγα Κεφαλογιάννη είναι βουλευτής της Α΄ Αθηνών και Τομεάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Νέας Δημοκρατίας