Απόψεις

Υπόθεση Ρίχτερ: Ιστορία με τη «βούλα»

Η ψηφοθηρική διάσταση της υπόθεσης Ρίχτερ είναι ευδιάκριτη. Γεγονός είναι ότι η εθνικοφροσύνη «πουλά» και η «συναλλαγή» αυτή αποδίδει ψήφους, χωρίς μάλιστα να κοστίζει τίποτα
Βασίλης Τζεβελέκος

Πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου η ποινική δίκη κατά του γερμανού ακαδημαϊκού, καθηγητή Ιστορίας, Χάινς Ρίχτερ. Τον κ. Ρίχτερ δεν τον γνωρίζω. Για τις επίμαχες θέσεις του, για τις οποίες διώκεται ως κακόβουλος αρνητής των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου στην Κρήτη, αλλά και για την όλη υπόθεση, ευρύτερα, ενημερώθηκα από τον τύπο και αναρτήσεις σε blogs.

Είναι προφανές ότι η υπόθεση Ρίχτερ αφορά στα όρια της ελευθερίας έκφρασης. Εξίσου προφανές είναι ότι το πότε μια φιλελεύθερη Δημοκρατία θα απαγορεύει σε κάποιον να εκθέτει ελεύθερα την (όποια) γνώμη του, αλλά και το αν θα τιμωρεί (και δη ποινικά) την έκφραση αυτή είναι ζήτημα εξόχως πολιτικό. Φέρει αξιακό φορτίο και μας καλεί ως κοινωνία να αποφασίσουμε τι είναι επιτρεπτό να λέγεται στη δημόσια σφαίρα και τι μη ανεκτό. Προσωπικά, τοποθετούμαι υπέρ της (σχεδόν) απόλυτης ελευθερίας έκφρασης, αλλά ούτε ο σκοπός μου είναι να επιχειρηματολογήσω υπέρ της θέσης αυτής εδώ, ούτε και νόημα θα είχε, δεδομένου ότι η δίωξη του κ. Ρίχτερ είναι τόσο εξόφθαλμα αντίθετη με την ελευθερία έκφρασης που δεν εγείρει κανένα ουσιαστικό δίλημμα.

Ο κ. Ρίχτερ εκφράστηκε στο ακαδημαϊκό πλαίσιο, στο οποίο η ελευθερία έκφρασης πρέπει να είναι απρόσκοπτη. Η ελευθερία της ακαδημαϊκής έκφρασης είναι και η ratio (ή έστω ένας εκ των λόγων) του ιδιαίτερα ταλαιπωρημένου, κακοφορμισμένου και συχνά καταχρηστικά νοούμενου πανεπιστημιακού ασύλου. Ο κ. Ρίχτερ είναι ιστορικός. Τόσο εκείνος, όσο και οι νομικοί, όπως είμαι εγώ, χρησιμοποιούμε ένα κοινό εργαλείο: την ερμηνεία. Διαφορετικές ιστορικές ερμηνείες είναι θεμιτές. Όποιος διαφωνεί με τον κ. Ρίχτερ δεν έχει παρά να ερευνήσει τα γεγονότα, τις πηγές, μαρτυρίες και αρχεία, να κάνει, με δύο λέξεις, τη δική του έρευνα, να προχωρήσει στη δική του ερμηνεία και να την αντιπαραθέσει σε αυτή του κ. Ρίχτερ. Η κοινότητα των ιστορικών, αλλά και όλοι εμείς ως αναγνώστες, θα κρίνουμε για το πειστικό της κάθε θέσης, την οποία, με τη σειρά μας, θα ερμηνεύσουμε και αξιολογήσουμε. Αλήθειες, και δη αλήθειες με τη «βούλα» δικαστηρίων και κοινοβουλίων δεν έχουν καμία, μα καμία αξία. Κοντολογίς, όποιος διαφωνεί με τον κ. Ρίχτερ ας μετέλθει τα μέσα που εκείνος μετέρχεται. Το άτοπο της δικαστηριοποίησης της ιστορίας προκύπτει πολύ εύκολα αν κάποιος αναλογιστεί τι θα γινόταν αν τα δικαστήρια και, ευρύτερα, οι θεσμοί της κάθε χώρας «ενέκριναν» την ιστορία που τους αρέσει ως τη μοναδική, αυθεντική ιστορική αλήθεια. Στη Βόρειο Κορέα θα ήταν κάτι τέτοιο ενδεχομένως χρήσιμο (για το καθεστώς). Στη χώρα μας, όμως, γιατί;

Η ψηφοθηρική διάσταση της υπόθεσης Ρίχτερ είναι ευδιάκριτη. Γεγονός είναι ότι η εθνικοφροσύνη «πουλά» και η «συναλλαγή» αυτή αποδίδει ψήφους, χωρίς μάλιστα να κοστίζει τίποτα

Δεν υποστηρίζω εδώ ότι η ιστορία και η δικαιοσύνη που απονέμουν τα δικαστήρια δεν διασταυρώνονται ποτέ. Οι ιστορικοί θα βρουν συχνά πολύτιμο υλικό στις δικαστικές αποφάσεις και θα τις χρησιμοποιήσουν ως πηγή τους για να μελετήσουν, κατανοήσουν και ερμηνεύσουν το παρελθόν. Οι νομικοί, πριν ερμηνεύσουμε το νόμο, αναφερόμαστε σε γεγονότα επί των οποίων εφαρμόζεται ο νόμος. Τα γεγονότα αυτά μπορεί να έχουν και ιστορική διάσταση. Απέχει, όμως, παρασάγγες ο ρόλος των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) στο πλαίσιο της νομικής ανάλυσης και ερμηνείας και η εργαλειακής αντίληψης χρησιμοποίηση του νόμου και των θεσμών της πολιτείας για την επικύρωση της όποιας ιστορικής αλήθειας ή «αλήθειας».

Με την παρέμβασή μου, σήμερα, ενώνω τη φωνή μου με την πλειάδα ανθρώπων, ειδικών και μη, που αντέδρασαν στην ποινική δίωξη Ρίχτερ και καλώ την ελληνική Δικαιοσύνη να μην επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσουν στην υπόθεση αυτή με τον τρόπο που μόλις περιέγραψα. Η ψηφοθηρική διάσταση της υπόθεσης Ρίχτερ είναι ευδιάκριτη. Γεγονός είναι ότι η εθνικοφροσύνη «πουλά» και η «συναλλαγή» αυτή αποδίδει ψήφους, χωρίς μάλιστα να κοστίζει τίποτα. Η Δικαιοσύνη ούτε χρειάζεται, αλλά ούτε και της επιτρέπεται να λειτουργεί ως πουργατόριο της εθνικοφροσύνης.

Ευχής έργο θα ήταν το Δικαστήριο του κ. Ρίχτερ να δρούσε δυναμικά. Νομοθετήματα (του ποδαριού), όπως αυτό του άρθρου 2 του Νόμου 4285/2014, με το οποίο ποινικοποιείται η κακόβουλη άρνηση διεθνών εγκλημάτων που έχει αναγνωρίσει, μεταξύ άλλων, η Βουλή των Ελλήνων (sic!), παρά τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που τίθενται, είναι -κατά τη γνώμη μου- αντισυνταγματικά. Και μόνο το γεγονός ότι η νομική βάση αυτή άφησε το περιθώριο να ασκηθεί δίωξη στην υπόθεση Ρίχτερ συνιστά λόγο αναθεώρησής της από το νομοθέτη. Ακόμα, όμως κι αν η εν λόγω διάταξη δεν κριθεί αντισυνταγματική ή/και παραμείνει ως έχει, η Δικαιοσύνη οφείλει να μην της επιτρέψει να παράξει αποτελέσματα που θίγουν δυσανάλογα την ελευθερία έκφρασης, δεδομένης της φύσης (ακαδημαϊκή έκφραση) της υπόθεσης Ρίχτερ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν φημίζεται για την κατοχύρωση της ελευθερίας έκφρασης στο βαθμό που -πιστεύω- της αξίζει, ως προϋπόθεση της Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, πρόσφατα, το Δικαστήριο αυτό έκανε ένα θετικό βήμα υπέρ της ελευθερίας έκφρασης στο θέμα της άρνησης της αρμένικης γενοκτονίας. Την απόφασή του στην υπόθεση Perinçek κ. Ελβετίας την έλαβε σταθμίζοντας, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, τη βαρύτητα της ελευθερίας έκφρασης έναντι της προσβολής της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας που, δικαιολογημένα, αισθάνονται οι λαοί που έχουν υποστεί θηριωδίες. Μια αντίστοιχη στάθμιση στην υπόθεση Ρίχτερ θα επιτρέψει στον Έλληνα δικαστή να προστατεύσει την ελευθερία έκφρασης, αλλά και να αποφύγει να λειτουργήσει κατά τρόπο που απάδει προς τον θεσμικό του ρόλο, παρακάμπτοντας έτσι το σκόπελο του «νομικού πατριωτισμού», στον οποίο, δυστυχώς, συνάδελφοί του έχουν στο παρελθόν πέσει. Επ’ αυτού, όποιος επιθυμεί, ας διαβάσει, ως παράδειγμα (προς αποφυγή), την αρκετά παλαιά, καταδικαστική για την Ελλάδα, απόφαση του προαναφερθέντος Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Σιδηρόπουλου, αναφορικά με το «μακεδονικό». Θα κατανοήσει εύκολα γιατί, για πολλούς λόγους, δεν πρέπει οι (Έλληνες) δικαστές να μετατρέπονται σε κακέκτυπα ιστορικών…

*Ο Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι αναπληρωτής καθηγητής στην νομική σχολή Hull.