To «Κορίτσι με το Κόκκινο Μπαλόνι», ένα από τα πιο γνωστά έργα του καλλιτέχνη του γκράφιτι Μπάνκσι |
Απόψεις

Φταίμε όλοι για το έγκλημα της Λέρου!

Αυτή η αποτρόπαια υπόθεση έρχεται να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πως αυτό που προβάλλουμε ως παραδοσιακό πρότυπο οικογένειας στην Ελλάδα μπορεί να είναι μία επί Γης Κόλαση. Ερχεται όμως και για να μας βάλει μπροστά στις δικές μας ευθύνες, κάθε φορά που υποπτευόμαστε αλλά σιωπούμε
Κοσμάς Βίδος

Ο δήμαρχος Λέρου Μιχάλης Κόλιας δήλωσε: «υπήρχαν κάποιες ενδείξεις» πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό που δεν πήγαινε καλά ήταν πως μία μητέρα και ένας πατέρας κακοποιούσαν σεξουαλικά (και όχι μόνο) τα παιδιά τους. Ο δήμαρχος είπε και πως «κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες». Όμως, όταν υπάρχουν ενδείξεις, όταν δηλαδή υποπτεύεσαι πως κάτι δεν πηγαίνει καλά, ως δημοτική αρχή οφείλεις να ρίξεις μια ματιά πίσω από τις κλειστές πόρτες. Για να προλάβεις ή να σταματήσεις πιο γρήγορα αυτά που δεν πρόλαβαν, έστω που άργησαν να αποκαλύψουν, στη Λέρο.

Εξάλλου, τις περισσότερες φορές όλοι γνωρίζουμε ή υποψιαζόμαστε τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην υπόθεση της Λέρου, ούτε θέλω να ρίξω την ευθύνη για τα τραγικά γεγονότα στην εκεί δημοτική αρχή. Τέτοια εγκλήματα (μπορεί να) συμβαίνουν δίπλα και στη δική μας πόρτα. Αναρωτιέμαι όμως, πόσο είμαστε διατεθειμένοι να τα καταγγείλουμε.

Κακά τα ψέματα, δεν είναι εύκολο να παρέμβεις στις ενδοοικογενειακές υποθέσεις των γειτόνων σου, ακόμα και όταν υποπτευθείς πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Θέλει γενναιότητα. Γιατί μπορεί στο τέλος να βρεθείς υπόλογος για τον τρόπο που ενήργησες. Μπορεί ακόμα και να κινδυνεύσεις. Όμως η σιωπή, αυτή η… διαβόητη σιωπή της τοπικής κοινωνίας –της κάθε κοινωνίας τέλος πάντων από τον μικρόκοσμο των χωριών μας και των πολυκατοικιών μας ως τα πιο διευρυμένα σύνολα στις γειτονιές των πόλεων– είναι ντροπή για όλους μας. Το συνειδητοποιείς κάθε φορά που αποκαλύπτεται μια νέα υπόθεση κακοποίησης ανηλίκων.

Διαβάζουμε τώρα πως ένα από τα παιδιά της οικογένειας το παρακολουθούσαν ψυχολόγος και κοινωνική λειτουργός. Παρουσίαζε, λέει, αυξημένο άγχος που προφασιζόταν πως προκαλείται από τα μαθήματα του σχολείου χωρίς να αποκαλύπτει τι συνέβαινε στο σπίτι του. Αναρωτιέμαι, αυτό δεν έπρεπε να το ψάξουν οι ενήλικοι που έβλεπαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά; Πριν όμως ρίξουμε το ανάθεμα σε δασκάλους, συγγενείς και γείτονες που πιθανώς υποπτεύονταν αλλά δεν μιλούσαν, ας υποθέσουμε πως ήμασταν εμείς αυτοί. Πώς θα είχαμε αντιδράσει; Οπως (δεν) αντέδρασαν οι προαναφερθέντες, φοβάμαι.

Η νέα αποτρόπαια υπόθεση έρχεται, τώρα που συζητιέται το θέμα των υιοθεσιών, για να δώσει ένα ακόμα επιχείρημα σε όσους ισχυρίζονται πως τα παιδιά πρέπει να τα μεγαλώνουν αυτοί που τα αγαπούν (και όχι απαραιτήτως αυτοί που τα κάνουν) ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού. Ερχεται για να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πως αυτό που προβάλλουμε ως παραδοσιακό πρότυπο οικογένειας στην Ελλάδα (και στο οποίο εμμένει με φανατισμό η Εκκλησία που τόσο επηρεάζει τα πράγματα) μπορεί και να είναι μία επί Γης Κόλαση. Ερχεται όμως και για να μας βάλει μπροστά στις δικές μας ευθύνες, κάθε φορά που υποπτευόμαστε αλλά σιωπούμε. Κάθε φορά που μπροστά στα μάτια μας συντελούνται μικρά ή μεγαλύτερα εγκλήματα με θύματα παιδιά, τα οποία προσπερνούμε επειδή βαριόμαστε να ασχοληθούμε, επειδή έχουμε τις δικές μας σκοτούρες, επειδή δεν μας αφορούν. «Δεν με αφορά» σκέφτομαι και εγώ καθημερινά, όταν βλέπω άντρες και γυναίκες να ζητιανεύουν χρησιμοποιώντας ως δολώματα τα εξαθλιωμένα παιδάκια τους. Δεν με αφορά;