Απόψεις

Είναι το χρέος της Ελλάδας βιώσιμο;

Η καθαρά ακαδημαϊκή συζήτηση περί βιωσιμότητας του χρέους δεν είναι προτεραιότητα. Αυτή η συζήτηση μάλιστα αποδείχτηκε αντιπαραγωγική, καθώς υποβάθμισε και παραγνώρισε άλλους σημαντικότερους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα. Θα απαιτηθεί μπόλικο πολιτικό θάρρος, γιατί θα διαπιστώσουμε ότι η χώρα μας δεν είναι θύμα
Γιώργος Στρατόπουλος

Στην ερώτηση του τίτλου οι περισσότεροι οικονομολόγοι απαντούν αρνητικά. Η άρνηση προκύπτει από τεχνοκρατικά μοντέλα πολύ ευαίσθητα σε παραδοχές για τη μακροπρόθεσμη μελλοντική εξέλιξη παραμέτρων όπως ο πληθωρισμός, ο ρυθμός ανάπτυξης, το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους κ.α.

Και είχε δίκιο ο Γιάννης Βαρουφάκης όταν, με βάση τα μοντέλα του, δήλωνε στη  RAI (εδώ) πως ούτε το χρέος της Ιταλίας και της Πορτογαλίας είναι βιώσιμο. Εξόργισε τους Ιταλούς,  αλλά η επιστημονικότητα της δήλωσής του παραμένει σε ισχύ με βάση τα μοντέλα του.

Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ στην αυστηρά τεχνοκρατική μεθοδολογία του για την «ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους» (εδώ) εξετάζει και παραμέτρους όπως η μέση λήξη του χρέους, το ποσοστό του βραχυπρόθεσμου χρέους, η ποιότητα των πιστωτών και πολλά άλλα. Η ποιότητα των πιστωτών – στην περίπτωση της Ελλάδας διαθέσιμοι να την χρηματοδοτούν με τεράστια ποσά και εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους – υπήρξε ίσως καθοριστική στο να χαρακτηρίσει το ΔΝΤ βιώσιμο το ελληνικό χρέος το 2014, αν και η πλειονότητα των οικονομολόγων είχε διαφορετική άποψη. Και άρκεσε μια μόλις εξαμηνιαία θητεία «χαρισματικού» οικονομολόγου στο  τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών για να αλλάξει γνώμη το ΔΝΤ (εδώ). Αλλαγή που ανέδειξε το προφανές: η μελλοντική βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται με κρίσιμο τρόπο από τη μελλοντική διαχείριση της οικονομίας.

Με δυο λόγια, η εκτίμηση για τη βιωσιμότητα ενός χρέους συνιστά μια σχετική και όχι τελεσίδικη επιστημονική αλήθεια.

Ακόμη και η ίδια η μέτρηση του χρέους είναι έννοια σχετική για τους οικονομολόγους. Ενας εναλλακτικός -μειοψηφικός, πάντως- τρόπος μέτρησης του χρέους είναι η παρούσα αξία του, μέγεθος που εκτός του ύψους του χρέους ενσωματώνει και ποιοτικά χαρακτηριστικά του (επιτόκια, διάρκεια αποπληρωμής).

Πριν τον χαρακτηρίσετε λογιστική αλχημεία ή αριθμητική ακροβασία, υποβάλετε στον εαυτό σας ένα απλό ερώτημα: προτιμάς να χρωστάς δάνειο 200.000€ με επιτόκιο 0,5% που λήγει σε 50 χρόνια ή δάνειο 100.000€ με επιτόκιο 5% που λήγει σε 5 χρόνια;

Σημαντική λεπτομέρεια: σήμερα το χρέος της Ελλάδας σε όρους παρούσας αξίας είναι μικρότερο από της Πορτογαλίας (πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση εδώ).

Aλλος εναλλακτικός τρόπος μέτρησης του χρέους είναι η καθαρή αξία του, όπου το χρέος συμψηφίζεται με τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται πολύ συχνά για την Ιταλία, οπότε, θεωρώντας πως κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, το ιταλικό χρέος αξιολογείται ως βιώσιμο. Σημαντική λεπτομέρεια: σύμφωνα μ’ αυτήν τη μετρική, η καθαρή αξία του ελληνικού χρέους αυξήθηκε το 2015 κατά περίπου 20 δισ. λόγω της απομείωσης της αξίας των τραπεζικών μετοχών που κατείχε το ΤΧΣ.

Η στάση των εταίρων

Σε αντίθεση με το ΔΝΤ, οι εταίροι και κύριοι πιστωτές της Ελλάδας εμφανίζονται  ψύχραιμοι σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ψυχραιμία που εν πολλοίς εξηγείται, καθώς είναι στο δικό τους χέρι να συνεχίσει ή όχι η Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος της. Υπ΄αυτήν την έννοια το χρέος της χώρας, αν και με το 3ο Μνημόνιο θα αυξηθεί κατά μερικές δεκάδες δισ., έγινε παρ’ όλα αυτά πιο βιώσιμο. Παλαιό χρέος (δάνεια ΕΚΤ, δάνεια ΔΝΤ, ομόλογα ιδιωτών) θα αντικατασταθεί από νέο χρέος προς τον ESM. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και  …σατανικό σχέδιο: ένα τέταρτο μνημόνιο κι όλο το ελληνικό χρέος θα βαραίνει ευρωπαϊκές πλάτες μέσω ESM, EFSF και διακρατικών δανείων. Ανάλογα και …σατανικά βολική είναι η ανάγνωση της καλοκαιρινής εμπειρίας: όσες τρέλες κι αν κάνουμε, όσο και αν κακοποιήσουμε την οικονομία μας, η Ευρώπη θα είναι πάντα πρόθυμη να  μετακυλήσει τα δάνεια που μάς έχει χορηγήσει, ώστε να μην χρεοκοπήσουμε. Οπότε, θέμα βιωσιμότητας του χρέους δεν τίθεται, εφόσον χρωστάς σε κάποιον πρόθυμο να αναχρηματοδοτεί διαρκώς τα δάνειά σου.

Σημαντική λεπτομέρεια: Το μείζον, το ζητούμενο, δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους. Είναι η βιωσιμότητα της οικονομίας. Το χρέος είναι μόνο μια παράμετρος, σε μεγάλο βαθμό τακτοποιημένη από τους εταίρους μας.

Extend & Pretend

Aλλος λόγος της ψύχραιμης στάσης των εταίρων είναι, πιθανότατα, το γεγονός πως εδώ και 17 χρόνια συμμετέχουν σε μια νομισματική ένωση, την οποία η οικονομική ορθοδοξία και πολλές τεχνοκρατικές αναλύσεις θεωρούν ως μη βιώσιμη, επειδή δεν προϋποθέτει και δημοσιονομική ένωση. Οι ιδρυτές της ΟΝΕ γνώριζαν το πρόβλημα και τους κινδύνους. Όπως και οι επίγονοί τους όμως, αντιμετώπιζαν τη νομισματική ένωση ως μεταβατικό στάδιο στην πορεία προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Στο ενδιάμεσο, τα προβλήματα επιλύονται δια της τακτικής «extend & pretend» (πρόσκαιρες λύσεις που καταπολεμούν τα συμπτώματα αλλά δεν θεραπεύουν τα αίτια) – αναπόφευκτο χαρακτηριστικό μιας  ατελούς Ένωσης.

Σημαντική λεπτομέρεια: σε μια προσωρινή, μεταβατική κατάσταση όπου αμφισβητείται η βιωσιμότητα του όλου, δηλαδή της Ευρωζώνης, δεν έχει νόημα να ξιφουλκούμε για τη βιωσιμότητα του επιμέρους, δηλαδή του ελληνικού χρέους με ακαδημαϊκούς όρους.

Χρέος και Πρωτογενή πλεονάσματα

Το ΔΝΤ στις περίφημες αναλύσεις του συνδέει τη βιωσιμότητα του χρέους με την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι αναλύσεις του ΔΝΤ βασίζονται σε μια σειρά από υποθέσεις/παραδοχές -έχουν δεχθεί κριτική ως μη ρεαλιστικές- για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, τα μελλοντικά πρωτογενή πλεονάσματα και τον επιθυμητό στόχο για το ύψος του χρέους το 2022. Με μικρές αλλαγές στις παραμέτρους, προκύπτουν πολύ διαφορετικές απαιτήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Για παράδειγμα, στα πλαίσια του 2ου μνημονίου επιδιώκαμε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5-4,5% από το 2016 και μετά, ώστε να πέσει το χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2022. Αν ο στόχος για το 2022 ήταν το 130% -όσο το χρέος στης Ιταλίας ή της Πορτογαλίας σήμερα-  ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσε να μειωθεί στο 2-2,5%.

Όλοι πια γνωρίζουμε πως το ΔΝΤ δεν βρίσκεται στο πρόγραμμα επειδή η συνεισφορά του στη χρηματοδότηση είναι αναντικατάστατη-η Ευρώπη βάζει σχεδόν όλα τα λεφτά- αλλά επειδή η παρουσία του διασφαλίζει την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Και από όλες τις παραμέτρους των μοντέλων του ΔΝΤ, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι η μοναδική που συνδέεται με την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Είναι, δηλαδή, το σημείο πίεσης της Ελλάδας. Και η επιλογή των συγκεκριμένων στόχων για τα πλεονάσματα δεν είναι τυχαία. Αντανακλά τις προθέσεις της Τρόικας για την εφαρμογή ενός πολύ απαιτητικού προγράμματος προσαρμογής, τα κίνητρα της οποίας χρήζουν ανάλυσης και ερμηνείας. Η χαλάρωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί μεν στρατηγική επιδίωξη της χώρας αλλά, ας μη γελιόμαστε, δεν συνδέεται ουσιωδώς και αιτιοκρατικά με το χρέος.

Το «Μακεδονικό» της οικονομίας

Η βιωσιμότητα του χρέους, θέμα τεχνικό, ακαδημαϊκό και με πολλές διαφορετικές θεωρήσεις, απέκτησε κεντρικό ρόλο στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Με ένταση μάλιστα που δίχασε τους πολίτες σε πατριώτες και προδότες.

Αυτό που κατέστησε το θέμα της βιωσιμότητας εύληπτο, ενδιαφέρον και συγκινητικό, ήταν μια σειρά από ψευδείς παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν εντέχνως και είχαν άμεσο αποτέλεσμα την απόκρυψη των πραγματικών ευθυνών των ελλήνων πολιτικών. Τέτοιες ψευδείς παραδοχές ήταν και είναι αλλά με λιγότερη απήχηση πλέον:

α) Το «μη βιώσιμο χρέος» είναι δυσβάστακτο βάρος που εμποδίζει την ανάκαμψη της οικονομίας.

β) Το «μη βιώσιμο χρέος» είναι πηγή σκληρής λιτότητας.

γ) Δικαιούμαστε ηθικά και πολιτικά να απαιτήσουμε τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, και μπορούμε να την επιβάλλουμε  με δυναμική, συγκρουσιακή πολιτική.

Με αυτές τις παραδοχές ένα καθαρά τεχνοκρατικό ερώτημα μετατράπηκε σε κομματικό πρόγραμμα και αργότερα σε πολιτικό και εθνικό στόχο. Και τέθηκε στο λαό το ηρωικό  αλλά αφελές ερώτημα: «Θέλετε να απαιτήσουμε, απειλώντας ακόμα και με σύγκρουση, και να επιβάλλουμε στους δανειστές μας τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους που θα μας απαλλάξει από την λιτότητα;».

Φυσικά, η απάντηση ήταν θετική, πατριωτική και υπερήφανη.

Ως απλοϊκό πολιτικό εργαλείο που σαγηνεύει τον κόσμο και χειραγωγεί την πολιτική, η βιωσιμότητα του χρέους έχει αναλογίες -επέφερε μάλιστα παρόμοιο διχασμό- με το Μακεδονικό. Συγκίνησε, συνέγειρε πλήθη, καλλιτέχνες, διανοούμενους, χάραξε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πατριώτες και μειοδότες και απέτρεψε τη νηφάλια πολιτική διαχείριση στο θέμα του ονόματος, την εθνικά επωφελή λύση.

Πιστεύει κανείς, 25 χρόνια μετά, πως ο Α. Σαμαράς και ο Στ. Παπαθεμελής ήταν πιο πατριώτες από τον  Λ. Κύρκο που πρότεινε θαρραλέα και τεκμηριωμένα την αποδοχή του πακέτου Πινέϊρο (1992), προειδοποιώντας πως με την μαξιμαλιστική πολιτική της άρνησης θα αναγνωριστεί η γείτων ως σκέτη Μακεδονία;  Υπάρχει κανείς σήμερα που δεν αναγνωρίζει ποια ήταν η σωστή στρατηγική, αυτή που θα απέδιδε μέγιστο όφελος και ελάχιστη ζημιά για την Ελλάδα;

Αντίστοιχα και στο θέμα του χρέους. Όλοι θα προτιμούσαν να μην υπάρχει ζήτημα χρέους αλλά εφόσον υπάρχει διαφέρει η προτεινόμενη στρατηγική διαχείρισής του. Όσοι χαρακτηρίστηκαν γερμανοτσολιάδες θεώρησαν ότι, η τακτική της έντασης και της σύγκρουσης με τους εταίρους μας δεν είναι ο βέλτιστος  τρόπος για την έξοδο από τα μνημόνια, την ανάκαμψη της οικονομίας και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι πατριώτες απ΄την άλλη, έπεισαν τα πλήθη πως η λιτότητα σταματά με ένα νόμο και ένα άρθρο και τα συνήγειραν με το στρατηγικό στόχο μιας νέας αναδιάρθρωσης που θα επέβαλλαν στους εταίρους μας.

Δυστυχώς, γρήγορα φάνηκε πόσο ζημιογόνος ήταν η «πατριωτική» πολιτική των συνθημάτων και του μαξιμαλισμού. Το 2015 μάθαμε πως η λιτότητα δεν καταργείται με ένα νόμο και ένα άρθρο, πως οι εκβιασμοί δεν περνάνε, πως δεν μπορούμε να επιβάλλουμε μονομερώς τις απόψεις μας για το χρέος, πως το χρέος ονομαστικά δεν κουρεύεται, πως οι γερμανικές αποζημιώσεις δεν θα μας απαλλάξουν από το άχθος του χρέους, πως τα έσοδα από τους «υδατάνθρακες» δεν θα μας σώσουν. Και δυστυχώς η ελληνική οικονομία και οι πολίτες πλήρωσαν βαρύ αντίτιμο γι’ αυτό το μάθημα.

Σημαντική λεπτομέρεια:  το εργαλείο, όπως και στο μακεδονικό, ήταν ένας μη ρεαλιστικός, απλοϊκός, συγκινησιακός και τελικά αυτοκαταστροφικός στόχος.

Τελικά, μας ενδιαφέρει η βιωσιμότητα του χρέους;

Η καθαρά ακαδημαϊκή συζήτηση περί βιωσιμότητας του χρέους δεν είναι προτεραιότητα. Αυτό που ενδιαφέρει είναι πώς το χρέος επηρεάζει την οικονομική λειτουργία, τις ζωές μας.

Αυτό γίνεται με δύο τρόπους:

Α) την εξυπηρέτησή του, δηλαδή τους τόκους που επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά κατ΄έτος. Αυτό το πρόβλημα σε μεγάλο βαθμό λύθηκε το 2012. Μετά τις αναδιαρθρώσεις του χρέους (PSI & OSI), τα επιτόκια των δανείων μας είναι σχεδόν τα χαμηλότερα στην Ευρώπη όπως φαίνεται στο διάγραμμα Ι, (Eurostat εδώ), και οι τόκοι που καταβάλλουμε ως % του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι χαμηλότεροι από της Πορτογαλίας και της Ιταλίας όπως φαίνεται στο διάγραμμα ΙΙ, αν και έχουμε πολύ υψηλότερο χρέος.

Διάγραμμα Ι: Μέσο Επιτόκιο του χρέους  των κρατών μελών της  Ευρωπαϊκής Ένωσης  για το έτος 2014

 

Διάγραμμα ΙΙ: Κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως % του ΑΕΠ

β) επειδή η υπερχρέωση είναι ένας από τους παράγοντες που επιδεινώνουν το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία.

Η εμπιστοσύνη στην οικονομία είναι πολύ κρίσιμος δείκτης. Σχετίζεται καίρια με την έξοδο στις αγορές, με τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, με το κόστος του χρήματος για τις επιχειρήσεις, με την προσέλκυση και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων. Είναι όμως και πολυπαραμετρική συνάρτηση. Εξαρτάται  μεν από το δημόσιο χρέος αλλά δεν είναι το χρέος ο κύριος και καθοριστικός παράγοντας, στην περίπτωσή μας τουλάχιστον.

Η υπερχρέωση της Πορτογαλίας (111% του ΑΕΠ το 2011) δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που την οδήγησε εκτός αγορών ούτε την εμπόδισε αργότερα να επιστρέψει στις αγορές.  Σήμερα, αν και το πορτογαλικό χρέος ανέβηκε στο 130%, η Πορτογαλία δανείζεται με 2,4% στη δεκαετία.

Η υπερχρέωση της Ιρλανδίας (120% του ΑΕΠ το 2013) δεν την εμπόδισε να επιτύχει εντυπωσιακή ανάπτυξη 13% τη διετία 2014-2015.

Ακόμη και η Ελλάδα, παρά το υψηλό χρέος, έφτασε το 2014 πολύ κοντά στην έξοδο στις αγορές  (εδώ). Και δεν  ήταν το χρέος που οδήγησε στη ραγδαία επιδείνωση του οικονομικού κλίματος αλλά η πολιτική διαχείριση της σχέσης με τους εταίρους.

Η συζήτηση, λοιπόν, για τη βιωσιμότητα του χρέους αποδείχτηκε αντιπαραγωγική, κυρίως επειδή υποβάθμισε και παραγνώρισε άλλους σημαντικούς- σημαντικότερους- παράγοντες που συνδιαμορφώνουν το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα.

Η γραφειοκρατία, η αργή απονομή της δικαιοσύνης, η πολυνομία, η διαφθορά, η υψηλή φορολογία, το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό πλαίσιο, το υψηλό κόστος ενέργειας, η έλλειψη Κτηματολογίου είναι προβλήματα που πρέπει να λύσουμε τελεσίδικα, επειδή αυτά χαρακτηρίζουν μια χώρα ευνομούμενη και ασφαλή για επενδύσεις. Αυτά είναι οι αποτρεπτικοί παράγοντες για την προσέλκυση επενδύσεων και όχι η βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2023, όπως πρόσφατα υπαινίχθηκε ο αρμόδιος για την ανάπτυξη υπουργός.

Είναι λοιπόν σημαντικό και επείγει να ολοκληρώσουμε και τη μεταξύ μας συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας και με τους πιστωτές μας. Θα απαιτηθεί μπόλικο πολιτικό θάρρος, γιατί θα διαπιστώσουμε ότι η χώρα μας δεν είναι θύμα. Το 2012 απόλαυσε το μεγαλύτερο κούρεμα χρέους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και έκτοτε, ο στρατηγικός στόχος είναι η μεγέθυνση της οικονομίας, του ΑΕΠ, και δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να επικεντρωθούμε στη λύση των ουσιαστικών προβλημάτων που κρατούν την οικονομία σε τέλμα και τις επενδύσεις μακριά.

Το χρέος δεν είναι ανάμεσα σε αυτά τα προβλήματα.