Πρόκειται για μια έκφραση η οποία ακούγεται με κάθε αφορμή, δια πάσαν νόσον. Περνάει ο άλλος πρώτος στο φανάρι, από το πλάι; Παρακάμπτει την ουρά σε κάποια δημόσια υπηρεσία; Πετάει το αποτσίγαρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου στον δρόμο;
«Ε, ρε, μνημόνια που σας χρειάζονται», αναφωνεί έξαλλος κάποιος/α, σε μια προσπάθεια όχι απλώς να στηλιτεύσει τη λάθος συμπεριφορά, αλλά να δώσει και το γιατρικό που χρειάζεται σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση. Και είναι προφανές ότι ο ίδιος/η ίδια δεν χρήζει μνημονίων, για τους άλλους το λέει, μπας και ξεστραβωθούν και πράξουν το σωστό. Επειδή εάν συνεχίσουν να έχουν αυτή τη συμπεριφορά, όχι μόνο τους αξίζουν τα μνημόνια, αλλά αυτά θα δώσουν και την ενδεδειγμένη λύση επειδή έχουν αναλάβει και έναν άτυπο ρόλο: να συνετίσουν, να αφυπνίσουν, να διδάξουν την ορθή σκέψη και, κατά συνέπεια, πράξη.
Αυτή η έκφραση αποτελεί τη διασκευή τού «Ε, ρε κλωτσιές που σας χρειάζονται», αφού η βία είναι γνωστό ότι αποτελεί την ύστατη μορφή εκπαίδευσης και συνετισμού, σε κάποιον ο οποίος δεν πράττει ανάλογα με το Ευαγγέλιο της κοινωνικής και της όποιας συμπεριφοράς. Παλαιότερα ακουγόταν και το «Ε, ρε χούντα που σας χρειάζεται», όπου στην εν λόγω πρόταση ο/η συγκεκριμένος/συγκεκριμένη που την εκστόμισε, απλώς δεν είναι δημοκράτης και του είναι απαραίτητη η δικτατορία. Για την ακρίβεια, είναι φασίστας και αναπολεί τω καιρώ εκείνω που η «Επανάσταση» χάριζε στους Ελληνες καλύτερες ημέρες διαβίωσης, «χωρίς ξένους, με ανοιχτές τις πόρτες στα σπίτια μας». Εναλλακτικά, η παραπάνω πρόταση, ενίοτε, συγκεκριμενοποιείται -για την αποφυγή τυχούσας παρανόησης, μην και καταλάβεις ότι μιλάμε για άλλη χούντα- και για να γίνει η προσωποποίηση της όλης κατάστασης: «Ε, ρε, Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται». Το οποίο, φυσικά, είναι άδικο για τους υπόλοιπους χουντικούς που δεν αναφέρονται-κατονομάζονται – τι, δεν έκαναν καλά αίσχη εκείνοι;
Αλλά οι καιροί, πια, άλλαξαν(;) και πλέον η βασική, κύρια έκφραση-πρόταση αποτροπιασμού είναι η «Ε, ρε, μνημόνια που σας χρειάζονται». Εσχάτως, την ακούσαμε να εκφέρεται με αφορμή τα σκουπίδια στους δρόμους της χώρας. Και υπάρχει η -απόλυτα λογική- σύνδεση: με τα μνημόνια τα απορρίμματα μαζεύονται μόνα τους και δεν υπερχειλίζουν τους κάδους. Βασικά, οι εργαζόμενοι δεν έχουν παράλογες απαιτήσεις, δεν θέλουν να μονιμοποιηθούν, επομένως δεν κάνουν απεργίες και δεν έχουν διάφορους εργασιακούς παραλογισμούς. Και, βασικά, εκείνοι που εκφέρουν με στεντόρεια φωνή το «Ε, ρε, μνημόνια που σας χρειάζονται», περνούν υπέροχα και ανέφελα τη ζωή τους εν μέσω κρίσης.
Δεν μας αξίζει, δεν θέλουμε μνημόνια, επειδή δεν είμαστε όλοι «ζώα»
Συγγνώμη, λοιπόν, που θα χαλάσω την ονείρωξη και τις άρρωστες φαντασιώσεις πάρα πολλών που έχουν αυτές τις αντιλήψεις, αλλά τόσα χρόνια, με τα μνημόνια κάτω από τα μαξιλάρια μας, καλύτεροι δεν γίναμε. Ο παππούς και η γιαγιά που συλλαμβάνονται με μικροποσότητες σύνταξης στις τσέπες τους, τις φλούδες από το πεπόνι τις έθαβαν στην παραλία και προ μνημονίου, τότε που ζούσαμε στον υπέροχο κόσμο της οικονομικής φούσκας μας. Ο μάγκας που παρκάρει σε ράμπα αναπήρων το ίδιο έκανε και προτού δούμε τον Γιώργο στο Καστελόριζο να αναγγέλλει την προσφυγή μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκείνη που πάει σε δημόσια τουαλέτα και λερώνει τα πάντα, ενώ στο σπίτι της απολυμαίνει τα πάντα-όλη μέρα, ακόμα και όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έλεγε -στις αρχές της δεκαετίας του ’90- ότι «εάν συνεχίσουμε να ζούμε έτσι θα πάμε σε μνημόνιο», όταν έβγαινε από το «μέρος», εκείνο θύμιζε βομβαρδισμένη αγορά της Φαλούτζα.
Οχι, αγαπητή/έ που θεωρείς ότι μας «χρειάζονται μνημόνια» για να αφυπνιστούμε και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και πιο σωστοί μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Δεν θέλουμε δανειστές στις ζωές μας για να θυμηθούμε πώς πρέπει να φέρεται ένας πολιτισμένος πολίτης – όπου «οι πρόγονοί μας δίδαξαν τη Δημοκρατία, όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, μπλα-μπλα».
Μια δανειακή σύμβαση δεν σε διδάσκει ανθρωπιά, δεν σου φυτεύει γνώση, παιδεία χρειαζόμαστε. Τα μνημόνια ίσως να μας έκαναν χειρότερα άτομα, με ολόκληρα κομμάτια παρτακισμού και φόντο την επιβίωσή μας – δεν αποτελεί δικαιολογία, αλλά ερμηνεία της κατάστασής μας. Ετσι κι αλλιώς, «το να δανείζεσαι δεν είναι πολύ καλύτερο από το να ζητιανεύεις. Οπως και το να δανείζεις με τόκο, δεν είναι πολύ καλύτερο από το να κλέβεις». Αυτό κάποιος το έχει πει, αλλά με τόση ζέστη και χωρίς κλιματιστικό -αφού η «άχρηστη ΔΕΗ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση των ημερών»– και με τους σωρούς των σκουπιδιών έξω από το παράθυρό μου, το μυαλό μου έχει μπει σε «ασφαλή λειτουργία».
Για όλα αυτά -ξέρω, ξέρω- «Ε, ρε, μνημόνια που μας χρειάζονται – μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος», αφού -σύμφωνα με την παραπάνω «λογική»- είμαστε τόσο ζώα που καλά τα παθαίνουμε. Οπου εκείνοι που τα ισχυρίζονται αυτά -τις ημέρες που κάποιοι κρατάμε σκουπίδια στα σπίτια μας, για να μην επιβαρύνουμε την κατάσταση εκεί έξω- κατεβαίνουν και πετάνε παλιά έπιπλα, τρύπια από τσιγάρα χαλιά κ.λπ. – λες και τόσο καιρό που τα είχαν στην αποθήκη, τους έτρωγαν το ψωμί.
Ε, όχι, λοιπόν, δεν μας αξίζει όλο αυτό που συμβαίνει στη ζήση μας, δεν θέλουμε μνημόνια, επειδή δεν είμαστε όλοι «ζώα». Δεν μπορώ να πω, βέβαια, το ίδιο και για εκείνους που πετάνε τριθέσιους καναπέδες, τώρα που στους κάδους σκουπιδιών δεν χωρά ούτε σκουριασμένη πρόκα.
Και, στην τελική, τα μνημόνια μπορούμε να τα αποκαλούμε, πια, «πολυνομοσχέδια».