Ο πατέρας μου δεν ήταν οικονομολόγος, ένας μεροκαματιάρης του Δημοτικού ήταν. Φοβικός απέναντι σε μεγάλους οικονομικούς οργανισμούς, αριστοτέχνης διαχειριστής της καθημερινής μίζερης οικιακής μικροοικονομίας, μου είχε αφήσει ευχή και κατάρα. «Μακριά από την εφορία κι απ’ τις τράπεζες, δεν σε ξεχνούν ποτέ». Κληρονόμησα αυτή τη συμβουλή περισσότερο ως προγονικό ταμπού που με κατέτρεχε, παρά ως συνειδητή και λογικά επεξεργασμένη συνταγή διαχείρισης των οικονομικών μου.
Η εφαρμογή της πατρώας συμβουλής επί τριακονταπενταετία, με οδήγησε σε μια διττή οικονομική συμπεριφορά. Πρώτον, δεν πήρα ποτέ δάνειο από τράπεζα (με εξαίρεση μια φορά ενός μικρού επισκευαστικού που μου βγήκε από τη μύτη). Οταν όμως την δεκαετία της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων οι υπόλοιποι τραβούσαν τα μαλλιά τους, εγώ απαντούσα άφοβα στο κινητό μου. Ποτέ δεν με πήρε τηλέφωνο κάποια εισπρακτική. Αυτό ήταν το καλό. Το δεύτερο που έκανα ήταν να μην παίζω με την εφορία. Πρώτα πλήρωνα την δόση του φόρου εισοδήματος και μετά διαιρούσα το υπόλοιπο του μισθού μου για να δω πόσα μπορούμε να ξοδέψουμε ημερησίως για τις ανάγκες μας. Αυτό ήταν το κακό.
Τώρα, στην ηλικία πια του συγχωρεμένου του πατέρα μου όταν εκστόμιζε αυτή την συμβουλή, αναμετρώ τα οικονομικά μου πεπραγμένα. Δεν άφησα κάποιο απόθεμα, κάποιο μαξιλάρι για να ‘χω να λέω σαν τους Συριζαίους, αλλά δεν άφησα και χρέος. Καλό είναι αυτό, η αναμέτρηση μου με τις τράπεζες απέβη νικηφόρα για μένα. Το «από μακριά και αγαπημένοι» δεν μου επέτρεψε την οικονομική μου επέκταση (σπίτια, εξοχικά, κλπ), αλλά τουλάχιστον κοιμόμουν ήρεμα τα βράδια. Ούτε από εγκεφαλικό κινδύνεψα ποτέ, ούτε δικαστικός κλητήρας χτύπησε την πόρτα μου.
Στην αναμέτρηση μου με την εφορία βγήκα χαμένος από χέρι. Δούλεψα τριάντα έξι χρόνια, δίχως ποτέ να καθυστερήσω δόση φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ ή ΕΝΦΙΑ. Ενα ανάμεικτο αίσθημα φόβου και κοινωνικής υπευθυνότητας, δεν μου επέτρεψε ποτέ να αποκρύψω κάποιο εισόδημα, να κάνω σοβαρή συναλλαγή με μαύρα μετρητά ή να χρησιμοποιήσω εικονικό τιμολόγιο, καλά για ψεύτικο δεν το διανοήθηκα καν. Ως και σε μια αγοραπωλησία ακινήτου που έκανα, έγραψα στο συμβόλαιο την εμπορική του αξία εισπράττοντας την χλεύη του συμβολαιογράφου.
Ε λοιπόν, τώρα που τα βάζω κάτω και αναμετρώ πληρωμές και απολαβές μιας ζωής σε συνδυασμό με την πορεία των δημόσιων οικονομικών της κοινωνίας μου, καταλήγω ότι ήμουν ένας βλάκας με πατέντα. Από τις 10.800 ημέρες που εργάστηκα συνειδητά (36 χρόνια επί 300 εργάσιμες τον χρόνο), το κράτος μου πήρε μέσω των φόρων ακριβώς τις μισές, δηλαδή τις 5.400. Δεν χρειαζόταν το ΚΕΦΙΜ (εδώ) για να το καταλάβω, ήταν οφθαλμοφανές, με μάρτυρα την πάντα μισοάδεια τσέπη μου.
Στα 36 αυτά χρόνια, το κράτος μου ξεκίνησε φτωχό, πλούτισε, χρεοκόπησε και τώρα ξαναπλούτισε. Εγώ ακολουθούσα πάνω-κάτω την καμπύλη ως προς τις απολαβές μου, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόμουν σταθερά στην ίδια κατάσταση μεταξύ οικονομικής φθοράς και αφθαρσίας. Από τον Γενάρη ως τον Αύγουστο δούλευα για το κράτος κι από τον Αύγουστο ως τον Δεκέμβριο δούλευα για μένα. Πέρασα τη ζωή μου ως δουλοπάροικος της εφορίας, με το κράτος να συμπεριφέρεται σε μένα ακριβώς όπως τα αφεντικά στους παραγιούς τους. Μου άφηνε τόσο όσα χρειαζόμουν για να επιβιώσω. Τελικά, όσοι έκλεψαν την Εφορία, πέρασαν καλύτερα…