«…τότε σιχάθηκα όλως διόλου το Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι τη ληστείαν γενικώς…κι αναθεμάτισα τη λευτερίαν, οπού θα κάμωμε μ’ αυτούς όλους. Τότε απολπίστηκα και γύρεψα να φύγω διά έξω, με βάσταξαν κ’ έμεινα…Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης…»
Αυτά γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, τα οποία ξεφυλλίζω ξανά και σταχυολογώ, από τη μέση κυρίως και μετά, μια διάσπαρτη πίκρα κι απογοήτευση. Αφήνω τον Μακρυγιάννη και πιάνω τον Κανέλλο Δεληγιάννη, του Κωστή Παπαγιώργη. Μια από τα ίδια κι εκεί. Εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων, διχόνοιες, ίντριγκες, ανταγωνισμοί, φιλαργυρία, ανηθικότητα. Μα και φιλότιμο και περηφάνεια και θυσίες και, πάνω απ’ όλα, η διαμόρφωση μιας πρωτόγνωρης, στους αγράμματους οπλαρχηγούς και ραγιάδες, καινούριας εθνικής συνείδησης.
Για τις κακές πλευρές των Ελλήνων ηρώων δεν θα διαβάσουμε στα σχολικά βιβλία. Εκεί θα παραμένουν πάντα αγέρωχοι και ηρωικοί, όπως τους βλέπουμε να ποζάρουν στους πίνακες στους τοίχους των σχολείων.
Η Αρβανίτικη φουστανέλα λοιπόν, που μάτωσε ξανά και ξανά, και που με το ματωμένο της κομμάτι φτιάχτηκε η γαλανόλευκη με το σταυρό, σύμβολο ενός έθνους αρχαίου, με όχημα μια γλώσσα που υπερέβαινε την εθνική σκλαβιά, και που οι λέξεις της σαν εργαλεία πολύτιμα ξαναέγραψαν ιστορία ελληνική.
Πριν από κάμποσα χρόνια, ο Τζίμης Πανούσης, κάνοντας ραδιοφωνικές φάρσες, τέτοιες μέρες έπαιρνε ανυποψίαστους και τους ρωτούσε επιτακτικά εάν έβαλαν τη γαλανόλευκη στο μπαλκόνι τους. Δεν θέλω να σκέφτομαι πόσο θα παρεξηγούνταν σήμερα μια τέτοια του πλάκα. Τότε οι μετανάστες μας ήταν αλβανικής καταγωγής. Μετά ήρθαν σχεδόν από παντού. Και βέβαια τότε, ο εθνικισμός ήταν μια ακροδεξιά γραφικότητα. Σήμερα η λέξη αυτή έγινε θεριό μαύρο που μασάει σύμβολα και τρέφεται με την εθνική μας ταπείνωση της πτώχευσης.
Διαβάζω, κατά καιρούς, στατιστικές για το πόσο μεγάλα κενά έχουν οι μαθητές μας στο μάθημα της Ιστορίας. Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι -κατά κανόνα- η Ιστορία στα σχολικά βιβλία είναι αρκούντως μισαλλόδοξη, εντατική και τουρκοφαγική. Βλέπετε, ο εθνικισμός, μεταξύ άλλων, αλλοιώνει και την έννοια του χρόνου. Για αυτόν ένας κατακτητής θα είναι πάντα κατακτητής και βάρβαρος, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ε, λοιπόν, οφείλω να σας εκμυστηρευθώ ότι ήμουν κι εγώ μαθητής τέτοιας στατιστικής. Σε έκθεση στην Πέμπτη δημοτικού για την 25η Μαρτίου, μπέρδεψα τους Γερμανούς με τους Τούρκους. Μάλιστα. Οι επέτειοι και οι πόλεμοι και οι εισβολείς έγιναν μέσα στο μυαλό μου χαρμάνι. Ο δάσκαλός μου με αντιμετώπισε με κατανόηση, και αυτό με ενθάρρυνε να ξαναδιαβάσω και να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, οριστικά.
Τέτοια μέρα όπως η σημερινή, που το ανοιξιάτικο αεράκι φυσάει στις φούστες των μαθητριών που παρελαύνουν, συνεχίζοντας τη χωρίς λόγο παράδοση της σχολικής παρέλασης (άλλη μια ανοησία που κανείς υπουργός δεν τολμά να καταργήσει), ίσως είναι καιρός αντί να πανηγυρίζουμε μόνο την έναρξη του κάθε πολέμου, να αρχίσουμε σιγά σιγά να αποδομούμε την εθνική μας μυθολογία. Και να επαναπροσδιορίσουμε πλέον και τις έννοιες και τα σύμβολα.
Τι σημαίνει σήμερα ελευθερία; Τι θέλουμε να σημαίνει; Τι σημαίνει ανεξαρτησία; Πως επιτυγχάνεται; Τι συμβολίζει η σημαία; Το κράτος; Το έθνος; Όλα; Γιατί υπάρχουν σημαίες που καίγονται και σημαίες που ματώνονται. Σημαίες που σκίζονται και σημαίες που ανεμίζουν περήφανα.
Και βεβαίως τι σημαίνει σήμερα πατριωτισμός; Πάψαμε οριστικώς να είμαστε ραγιάδες; Όπως εξαιρετικά το έθεσε προ ημερών και η Άννα Δαμιανίδη: Μια τέτοια μέρα, ας σκεφτούμε λίγο για την ταυτότητά μας στο σήμερα και στο μέλλον.
Διότι «…δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι από τα καλά του έργα…», που έγραφε και ο στρατηγός.