Η αντιπολίτευση προσέφερε συναίνεση στον κ. Τσίπρα τον περασμένο Αύγουστο. Ανοήτως, αλλά την προσέφερε. Ήταν συναίνεση στην πράξη και δίχως όρους. Η συνέχεια απέδειξε το άνισο της μάχης ανάμεσα σ’ αυτόν που έχει άγνοια κινδύνου και σε εκείνον που έχει έλλειψη ενδοιασμών. Αντί ο Αλέξης να αναγνωρίσει -έστω- την καλή τους πρόθεση, την επομένη τούς έσυρε σε εκλογές ως κατηγορούμενους για τη στήριξη που του παρείχαν. Αυτός έκανε τη μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα προς το μνημόνιο, η αντιπολίτευση κατεσφάγη στις κάλπες ως ένοχη. Πάει καλά, έτσι είναι το πολιτικό παιχνίδι.
Τρεις μήνες μετά, ο κ. Τσίπρας επανέρχεται. Έχοντας αποκτήσει την Καισαρική αλαζονεία αυτού που πιστεύει πως θα είναι αιώνιος νικητής, τους ξαναζητά συναίνεση. Για να ακριβολογώ, δεν τη ζητά, αλλά την απαιτεί, καθώς από θιασώτης τής «ταξικά μεροληπτικής πολιτικής» (αγαπημένη φράση του Φίλη), μεταμορφώθηκε αίφνης σε μύστη της κοινωνικής συνεννόησης και θεματοφύλακα της εθνικής ενότητας. Μωρέ, μπράβο! Ο αριστοτέχνης της πόλωσης, ο ρήτορας του διχαστικού λόγου, ο θεωρητικός της κοινωνικής επιθετικότητας, σκάει μύτη από τη γωνιά του Προεδρικού φορώντας τη μουτσούνα τού ήπιου συναινετικού εθνάρχη. Τύφλα να ‘χει ο Οβίδιος. Και ως εθνάρχης, θαρρεί πως δικαιούται να ζητήσει από τα απομεινάρια της σφαγής του να ξανα-αυτοκτονήσουν, για να ξεμπερδέψει οριστικά μαζί τους.
Τα πράγματα είναι απλά: Όταν βοηθήσεις μια φορά αυτόν που υποπτεύεσαι ως αχάριστο, είσαι καλός άνθρωπος. Αν όμως τον βοηθήσεις και δεύτερη, τότε δεν είναι αυτός αχάριστος, αλλά εσύ ηλίθιος.