Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν μού έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση (από τις στήλες της «Καθημερινής») των συναδέλφων κ. Χαρίδημου Τσούκα και Βάσως Κιντή κατά πόσον η Μακεδονία αποτελεί ουσιαστικά έννοια ή λέξη και μάλιστα με αναφορά στον φιλόσοφο τής γλώσσας Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein). Στο παρόν κείμενο εκφράζω εν συντομία τις σκέψεις μου επί τού θέματος από γλωσσολογικής βεβαίως πλευράς που ίσως φωτίσουν κάποιες πτυχές τού γενικότερου προβλήματος τής γλωσσικής αντιμετώπισης τού «Μακεδονικού».
Στην ανάλυση της γλώσσας διακρίνουμε μεταξύ έννοιας, σημασίας, χρήσης, λέξης και νοήματος. Μιλώντας λ.χ. για δημοκρατία έχουμε σχηματίσει καθένας από μάς μια —πολύ συχνά— διαφορετική αντίληψη ως προς το περιεχόμενο αυτού που δηλώνει η λέξη δημοκρατία, δηλ. ως προς την έννοια της δημοκρατίας. Κι αυτό συνδέεται με την ιδεολογία, τις εμπειρίες, τις γνώσεις, τα συναισθήματα και τα βιώματά μας, τις αντιλήψεις μας εν γένει. Αρα ως προς τη δημοκρατία ως έννοια υπάρχει μια διακύμανση στη νοητική αντίληψη των ατόμων.
Σκοπός κάθε φυσικής γλώσσας (εννοούμε πάντοτε τους ομιλητές της γλώσσας), προκειμένου να εξασφαλισθεί η ακώλυτη κατά το δυνατόν επικοινωνία, είναι να δώσει στις έννοιες ένα συμβατικό δεσμευτικό (θεωρητικά) για όλους περιεχόμενο, να τις καταστήσει σημασίες. Επειδή όμως οι σημασίες είναι και αυτές άυλες νοητικές οντότητες (όπως και οι έννοιες) χρειάζεται πρακτικά να συνδεθούν με ορισμένη δήλωση με φθόγγους ώστε να είναι αισθητές και κοινωνίσιμες. Σημασία και μορφή συναποτελούν τη λέξη. Κάθε λέξη είναι συμβατικός συνδυασμός συγκεκριμένης σημασίας με συγκεκριμένη μορφή δήλωσης και υπ’ αυτή την έννοια κάθε λέξη είναι μοναδική.
Η σημασία τής λέξης υποσυνείδητα συνήθως για τους ομιλητές και συνειδητά για τους γλωσσολόγους, ιδίως τους λεξικογράφους που καλούνται να ορίσουν τη σημασία κάθε λέξης στα ερμηνευτικά λεξικά, προκύπτει αφαιρετικά από τις χρήσεις τής σημασίας κάθε λέξης στο πέρασμα από τον λόγο (langue) στην ομιλία (parole). Το πώς χρησιμοποιεί η πλειονότητα των ομιλητών τη σημασία μιας λέξης, οι χρήσεις της στην ομιλία μας συνιστούν και τη σημασία της, όπως έγκυρα, αποδεικτικά και πειστικά μάς δίδαξε πάνω απ’ όλους ο Βίτγκενσταϊν. Το ενδιαφέρον τού μεγάλου φιλοσόφου τής γλώσσας προήλθε φυσικά από την άμεση σπουδαιότητα που έχουν οι λέξεις ως σημασίες για τις έννοιες και κατ’ επέκταση για τα νοήματα, που και τα δύο κατεξοχήν ενδιαφέρουν τους φιλοσόφους, και μάλιστα αυτούς τής αναλυτικής φιλοσοφίας η οποία στηρίζεται κατά πολύ στη γλώσσα.
Περαιτέρω, επειδή κύριο χαρακτηριστικό τής γλώσσας είναι η οικονομία, όπως μάς δίδαξαν o ιδρυτής τής Νεότερης Γλωσσολογίας, ο Φερντινάντ ντε Σοσύρ (Ferdinand de Sausssure), και ο μεγάλος γλωσσολόγος τού γαλλικού στρουκτουραλισμού, ο Αντρέ Μαρτινέ (André Martinet), η λέξη ως λέξη μπορεί δυνάμει να δηλώνει περισσότερες από μία σημασίες, πράγμα που εξυπηρετεί την οικονομία τής γλώσσας, αφού με λιγότερες λέξεις (που ευκολότερα μπορούμε να μάθουμε και να ανακαλούμε στη μνήμη μας) δηλώνουμε περισσότερες σημασίες (πβ. λέξεις όπως διάθεση προϊόντων / συναισθημάτων, διάσταση στον χώρο (πλάτος, μήκος…) / απόψεων / συζύγων, αγωγή παιδιών / στο δικαστήριο κ.τ.ό.). Η κατανόηση στην επικοινωνία αυτής ή εκείνης τής σημασίας διασαφείται από το περιβάλλον τής χρήσης της, από τα συμφραζόμενα, σπάνιες δε είναι οι περιπτώσεις αμφισημίας (αν δεν είναι συνειδητή η επιδίωξή της).
Τέλος, οι έννοιες συνάπτονται και συγκροτούνται στη νόηση μας σε νοήματα, τα οποία δηλώνονται στη γλώσσα με τη σύν-ταξη των σημασιών / λέξεων σε προτάσεις. Οι προτάσεις αποδίδουν τα νοήματα, όχι οι λέξεις. Είναι λάθος να μιλάμε για «το νόημα μιας λέξης»! Η λέξη ως σημασία δηλώνει έννοια∙ νόημα δηλώνει η πρόταση (μόνο σε ελλειπτικές προτάσεις έστω και μία μόνο λέξη μπορεί να δηλώνει μια ολόκληρη πρόταση που δεν λέγεται αλλά «εννοείται» από τα συμφραζόμενα).
Περνώντας στην ουσία τού θέματός μας —από πλευράς γλωσσικής επιστήμης επαναλαμβάνω—, ας έλθουμε στη χρήση τού όρου Μακεδονία. Είναι έννοια ή λέξη; Απάντηση: Είναι και έννοια και λέξη. Λέγοντας δε λέξη εννοούμε σημασία με συμβατικό περιεχόμενο και συγκεκριμένες χρήσεις, αυτές που ορίζουν και τη σημασία της. Η σημασία αυτή είναι δεσμευτική για τους ομιλητές που έχουν μια γλώσσα ως μητρική, αλλά και για τους ξένους που χρησιμοποιούν τη λέξη αυτής τής γλώσσας ή τής γλώσσας από την οποία ξεκίνησε. Εν προκειμένω, ούτε οι Ελληνες ομιλητές μπορούν να χρησιμοποιούν τη λέξη Μακεδονία δηλώνοντας κάτι άλλο (π.χ. την Πελοπόννησο!) ούτε οι ξένοι μπορούν να χρησιμοποιούν την ελληνική λέξη Μακεδονία δηλώνοντας κάτι άλλο (π.χ. το κράτος των Σκοπίων!).
Στο πεδίο τής έννοιας τα πράγματα διαφέρουν. Η έννοια ως έννοια, ως ατομική δηλ. σύλληψη που είναι κατά βάσιν, σύλληψη μη συμβατική και δεσμευτική, μπορεί να ποικίλλει. Μπορεί οι Σκοπιανοί λ.χ. να έχουν μάθει να εννοούν ως Μακεδονία και να ταυτίζουν με αυτή την έννοια μια γεωγραφική περιοχή που καλύπτει όλη την έκταση τής πατρίδας τους, έχοντας αυθαίρετα, ανιστορικά, υστερόβουλα και προπαγανδιστικά καλλιεργήσει στη χώρα τους και γενικότερα μια τέτοια αντίληψη τής έννοιας Μακεδονία (με δική μας αδράνεια και δικές μας παραλείψεις, είναι αλήθεια). Αντιθέτως οι Ελληνες, εξοικειωμένοι με την έννοια τής Μακεδονίας διαχρονικά ως μιας περιοχής που αντικειμενικά, ιστορικά και εθνικά ανήκε και ανήκει στην Ελλάδα και στον Ελληνισμό έχουν άλλη αντίληψη και βίωση τού περιεχομένου αυτής τής έννοιας. Ετσι γίνεται αντιληπτή και η αυθόρμητη ειλικρινής αντίδραση και αγανάκτηση των Ελλήνων, όταν στην ιστορικά τεκμηριωμένη έννοια τής Μακεδονίας δίνεται ένα άλλο περιεχόμενο, μια άλλη έννοια.
Η λέξη Μακεδονία ως ονομασία έγινε όχημα δήλωσης μιας άλλου περιεχομένου έννοιας. Αυτό δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί «παραχάραξη τής ιστορικής πραγματικότητας»
Περνώντας από την έννοια στη λέξη, το πρόβλημα οξύνεται όταν μια διαφορετικού (γεωγραφικού, εθνικού, πολιτισμικού, ιστορικού) περιεχομένου έννοια δηλώθηκε από τους κατοίκους των Σκοπίων με μια λέξη, τη λέξη Μακεδονία, η οποία και στην προέλευσή της (παράγεται από την αρχαία λέξη Μακεδών / Μακεδνός) και στην ιστορική διαδρομή της και στη χρήση της εντός και εκτός Ελλάδος, ακόμη και εντός και εκτός ελληνικής γλώσσας συνδέθηκε πάντοτε με την βόρεια Ελλάδα. Μόνο τεχνητά και ως προϊόν πολιτικών σκοπιμοτήτων σε πολύ νεότερα χρόνια (κατά τη δημιουργία τής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γιουγκοσλαβίας από τον Τίτο το 1946) συνδέθηκαν τα Σκόπια με τη λέξη Μακεδονία («Δημοκρατία τής Μακεδονίας»). Αυτό που συνέβη δηλ. εθνικά και γλωσσικά είναι ότι η λέξη Μακεδονία, τεχνητά και εκ των (πολύ όψιμων) υστέρων, μετετράπη και χρησιμοποιήθηκε ως λέξη ονομασίας πλέον δηλώνοντας μιαν άλλη έννοια, αυτήν που είχαν στο μυαλό και στις προθέσεις τους οι Σκοπιανοί. Ετσι η λέξη Μακεδονία ως ονομασία έγινε όχημα δήλωσης μιας άλλου περιεχομένου έννοιας. Αυτό δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί «παραχάραξη τής ιστορικής πραγματικότητας», ξεκινώντας όπως εξηγώ ως «παραχάραξη» τής σημασίας μιας λέξης, τής λέξης Μακεδονία, που δήλωνε και δηλώνει ένα άλλο περιεχόμενο, μιαν άλλη έννοια, τη βόρεια ελληνική Μακεδονία.
Τέλος, προσθέτοντας (όπως έγινε με τη Συμφωνία των Πρεσπών) στην παραχαραγμένη έννοια –λέξη– ονομασία «Μακεδονία» τής χώρας των Σκοπίων το γεωγραφικό επίθετο βόρεια (Βόρεια Μακεδονία) επιδεινώνεις τη σύγχυση εννοιών – λέξεων – ονομασιών (φανερή και σε πρακτικά ακόμη ζητήματα εμπορικής ονομασίας), αφού Βόρεια Μακεδονία είναι για την Ελλάδα και τον κόσμο το βόρειο γεωγραφικό τμήμα τής Ελλάδος, η ελληνική Μακεδονία. Εκτός αν την ελληνική Μακεδονία (οι Έλληνες πλέον αντί των Σκοπιανών που είχαν το πρόβλημα…) την ονομάσουμε εμείς πια και την χαρακτηρίσουμε διαφορετικά και τραγελαφικά: Νότια Μακεδονία! ή Μακεδονία τής Ελλάδος! Ή Ελληνική Μακεδονία! Ολα αυτά θα αποφεύγονταν κατά το δυνατόν, έστω τώρα εκ των υστέρων που ετέθησαν στην επώδυνη και βεβιασμένη διαπραγμάτευση των Πρεσπών, αν δεχόμαστε να δοθεί τουλάχιστον μια σύνθετη μονολεκτική ονομασία (π.χ. Σλαβομακεδονία ή έστω και το παροδηγητικό Βορειομακεδονία) και όχι μια σύνθετη περιφραστική ονομασία (Βόρεια Μακεδονία) στην οποία το αυτοτελές α’ συνθετικό (Βόρεια) μπορεί εύκολα να παραλείπεται, αφήνοντας πονηρά να αναδεικνύεται το επιθυμητό από τους Σκοπιανούς απλό Μακεδονία! (Ενισχυόμενο και από την προβλέψιμη αχρησία τού όρου Βόρειος Μακεδόνας που δεν θα χρησιμοποιεί κανένας Σκοπιανός, επιλέγοντας το απλό Μακεδόνας).
Αυτά συμβαίνουν όταν έννοιες, σημασίες, λέξεις, ονομασίες και νοήματα συγχέονται κατά την αντιμετώπιση μείζονων εθνικών θεμάτων χωρίς την απαιτούμενη γνώση και την καβαφική «περίσκεψιν».
* Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών