Τα ξημερώματα της Δευτέρας 29 Ιουνίου 2015, στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Οικονομικών ήταν πάνω από τις οθόνες των υπολογιστών, περιμένοντας να ανοίξουν οι αγορές της Ασίας. Το καλό σενάριο προέβλεπε ότι η πτώση των δεικτών θα ήταν μεγάλη, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλον τον κόσμο. Όπου ξημέρωνε, θα ήταν μία μαύρη μέρα για τις αγορές.
Η κυβέρνηση είχε παίξει το τελευταίο χαρτί της μπλόφας της. Ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ποντάροντας στον πανικό των αγορών μπροστά στην ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Δεν έγινε απολύτως τίποτα. Μία μικρή πτώση στο Σίδνεϊ, το Τόκιο έμεινε περίπου στα ίδια και κάπως έτσι κινήθηκε και η Ευρώπη. Πριν ο ήλιος να φτάσει στην Ελλάδα, στο Μαξίμου ήξεραν και τι έκαναν και τι τους περιμένει. Οι αγορές όχι μόνο είχαν προεξοφλήσει την έξοδο της Ελλάδας από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, ενδεχομένως να την επιθυμούσαν, έτσι ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να τελειώνει οριστικά η κρίση.
Με την Ιταλία τα πράγματα είναι διαφορετικά, όπως άλλωστε και τα μεγέθη. Το ευρώ υποχωρεί, μαζί με του κεντρικούς χρηματιστηριακούς δείκτες, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων ανεβαίνουν σε ανησυχητικό βαθμό. Το δεκαετές ιταλικό ομόλογο έσπασε το φράγμα του 3%. Το δε ελληνικό πήγε στο 4.9%, με την Αθήνα να είναι αυτήν την περίοδο το αγαπημένο παιδί των δανειστών. Κατά τα λοιπά η καθαρή έξοδος μας μάρανε.
Στην πατρίδα μας ακούγονται πολλά βλακώδη για την ιταλική κρίση. Επίσης διαβάζουμε στοχασμούς, άλλους εύστοχους και άλλους αφελείς, πάνω στη σκέψη του ιταλού συνταγματικού νομοθέτη. Στην Ιταλία δεν χρειάζεται να το συζητούν ιδιαίτερα, ας ρίξουν μία ματιά στα ελληνικά social media και θα λύσουν όλα τα προβλήματα. Το θέμα γίνεται και εξόχως γελοίο όταν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρονται σε αλλοίωση της κρίσης του ιταλικού λαού. Λες και οι ίδιοι σεβάστηκαν το αποτέλεσμα του ελληνικού δημοψήφισματος.
Το βασικό ερώτημα είναι αν μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αντιταχθεί στην προέκταση της λαϊκής βούλησης, έτσι όπως αποτυπώνεται στο κυβερνητικό σχήμα που του υπέβαλαν οι νικητές των εκλογών, απορρίπτοντας τον υπουργό Οικονομικών. Ασφαλώς και μπορεί, αφού το προβλέπει το ιταλικό σύνταγμα. Καλό ή κακό, σωστό ή λάθος; Είναι άλλη συζήτηση. Ο ιταλός πρόεδρος επικαλέστηκε το συμφέρον της χώρας που θα υπονομευτεί, μαζί με τη θέση της στην Ευρώπη.
Υπάρχει και κάτι πολύ πιο απλό, απτό και κατανοητό: το οικονομικό κόστος όλης αυτής της λαϊκίστικης πολιτικής ακροβασίας. Οταν ο πρόεδρος Ματαρέλα απορρίπτει τον ευρωσκεπτικιστή λαϊκιστή υπουργό, προστατεύει την τσέπη και το συμφέρον του ιταλού φορολογούμενου από τις νευρικές αντιδράσεις των αγορών. Ω, ναι, συμπάσχω και συμφωνώ μαζί σας: δεν μπορούν οι λαοί να κυβερνώνται από τις αγορές. Καλό επιχείρημα, αλλά, προς το παρόν, περνάει μόνο στη Βόρεια Κορέα. Ζούμε, δυστυχώς, σε έναν κόσμο που κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσειτον ιδιώτη σε τοποθέτηση χρημάτων που θεωρεί επισφαλή. Και αν δεν σε εμπιστεύονται οι αγορές, το πληρώνεις. Πώς, άλλωστε, βρεθήκαμε και εμείς στο ΔΝΤ; Οι αγορές σταμάτησαν να μας δανείζουν.
Ο πρόεδρος Ματαρέλα, λοιπόν, υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της χώρας του και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Η χώρα ανήκει στον στενό πυρήνα της Ευρώπης και αυτή η σχέση είναι οργανική για το πολίτευμα. Εν τέλει υπερασπίζεται το προνόμιο της Ιταλίας να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι χώρες όπως η Ελλάδα. Δίνει τη μάχη, στο μέτρο του δυνατού, για την ευημερία του ιταλικού λαού.
Ενδεχομένως ο στόχος για την ευημερία του ιταλικού λαού να ευδοκιμήσει εκτός του ευρώ. Ευκαιρία να μετρηθούν οι απόψεις αυτές στις εκλογές του φθινοπώρου. Τότε δεν θα υπάρχουν δικαιολογίες ούτε για τον πρόεδρο, ούτε για τον λαό.