Για να πω την αλήθεια, αρχικά ήθελα να τιτλοφορήσω το άρθρο «sweet home Alabama». Την ιδέα μου την έδωσε ένας φίλος, όταν συζητώντας για τη δολοφονική επίθεση στον Μπουτάρη, μου είπε: «ξέρεις κάτι μερικές φορές στη Σαλονίκη αισθάνομαι σαν να ζούμε στην Αλαμπάμα τη δεκαετία του ’60, μόνο που οι μαύροι είμαστε εμείς». Γέλασα, ήταν υπερβολικό μεν, το βρήκα έξυπνο δε, se non è vero, è ben trovato, που λένε οι Ιταλοί.
Πράγματι, υπερβολικό γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι δα ο αμερικάνικος βαθιά συντηρητικός και συχνά ρατσιστικός νότος, με την καταθλιπτική του ομοιομορφία. Είναι ένας κόσμος σύνθετος. Με ζωντανές και νεανικές πρωτοπορίες κάθε είδους, γεμάτες κοσμοπολιτισμό και ανοιχτούς ορίζοντες. Πρωτοπορίες προσανατολισμένες στο μέλλον, στον έξω κόσμο. «Ταξιδιάρες Ψυχές» που λένε οι «Τρύπες» με τις οποίες μεγάλωσα στη Σαλονίκη.
Σε αυτές τις περίεργες, συχνά ιδιότροπες avant-garde ίσως η πόλη να οφείλει τους μύθους που την έκαναν αγαπητή σε πολλούς έξω από αυτήν πολλά χρόνια τώρα. Για αυτούς τους πληθυσμούς, πρόσωπα όπως ο Γιάννης Μπουτάρης, ή ο Σπύρος Βούγιας παλιότερα, αποτέλεσαν την ενσάρκωση του εναλλακτικού, του διαφορετικού προσώπου της πόλης. Για ένα μυστήριο λόγο, η Θεσσαλονίκη θέλει καμιά φορά να παριστάνει την «εκτός ορίων». Σαν να βγάζει γλώσσα στον ίδιο της τον εαυτό μπροστά στον καθρέπτη.
Ομως, η πόλη δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως, αυτό. Η Θεσσαλονίκη, η βαθιά Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς συντηρητική. Είναι σκοτεινή. Είναι η πόλη των φαντασμάτων, που λέει ο Μαζάουερ. Κουβαλάει μέσα της καλά κρυμμένους σκελετούς για τους οποίους δεν θέλει να μιλά, και παριστάνει πως δεν θυμάται.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία κάνει ό,τι θέλει το κατηχητικό και οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις. Βρωμοκοπάει ακόμη στρατώνες και χωροφυλακή, είχε πει ο δικός μας ο Νίκος Παπάζογλου πριν καμιά δεκαριά χρόνια σε μια συνέντευξη. Αυτή η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, του κατηχητικού και των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων βρωμοκοπάει μια σάπια ιστορία καλά κρυμμένη στο σκοτεινό κελάρι, κρυμμένη όχι για να πεθάνει, αλλά για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα μας, έστω και ως ζόμπι, για να μας στοιχειώνει.
Αυτή η Θεσσαλονίκη των ΕΕΕ, των αντισημιτικών και φασιστικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου, του εμπρησμού του εβραϊκού οικισμού Κάμπελ, αυτή η Θεσσαλονίκη που σιώπησε, αν δεν εκμεταλλεύτηκε, το ολοκαύτωμα των θεσσαλονικιών Εβραίων κλέβοντας τις περιουσίες τους, αυτή η Θεσσαλονίκη που απόλαυσε ακόμη και την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου τρέχοντας χωρίς αιδώ, χωρίς συμπόνια να γραφτεί στις λίστες για να προλάβει να πάρει και τις πλάκες των νεκρών για να τις χρησιμοποιήσει όπου βόλευε, αυτή η Θεσσαλονίκη των παρακρατικών και των εθνικοφρόνων σωματείων της μετεμφυλιακής Ελλάδας που λεηλατούσε την αμερικάνικη βοήθεια μοιράζοντάς την στους «γνήσιους» Eλληνες πελάτες-ψηφοφόρους της.
Αυτή η Θεσσαλονίκη των δοσιλόγων και μαυραγοριτών που έγιναν σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης, αυτή η Θεσσαλονίκη των τραμπούκων που πέταγαν με τις κλωτσιές από τις σκάλες ή από τα μπαλκόνια όσους δεν «συμμορφώνονταν», αυτή η Θεσσαλονίκη της «καρφίτσας» και των χαφιέδων, ναι υπάρχει ακόμη και διαμορφώνει ή έστω επηρεάζει το κλίμα.
Αυτό το βαρύ πνιγηρό κλίμα, την «ακροδεξιίλα» που όσοι γεννηθήκαμε στη Σαλονίκη ξέρουμε να ξεχωρίζουμε από χιλιόμετρα μακριά. Τώρα η βαθιά Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται, μασκαρεύεται για την ακρίβεια, σε μια νέα εθνικοφροσύνη, που τρέχει με αλαλαγμούς στα συλλαλητήρια για τη «Μακεδονία μας» και στα διάφορα «εθνικά» μνημόσυνα, φοράει αρχαίες πανοπλίες, ορθόδοξους ή ρωσόφιλους μανδύες και βγαίνει δημόσια για να βρίσει χυδαία και να απειλήσει όποιον της αντιμιλά.
Αυτή η Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει μόνο στα στέκια των αλητών που χτύπησαν τον δήμαρχο, υπάρχει και στις καθωσπρέπει συνάξεις της καλής κοινωνίας. Την βρίσκεις παντού, ακόμη και εκεί που δεν φαντάζεσαι, ακόμη και σε αθλητικά ραδιόφωνα που μόνο σ’ αυτή την πόλη παίζουν ρόλο διαμορφωτή κοινής γνώμης.
Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη θέλει να κλαψουρίζει μόνο για τα ελληνικά σύμβολα της και τους νεκρούς που αναγνωρίζει για δικούς της. Αυτή να παριστάνει πάντα και μόνο το θύμα, ποτέ τον θύτη
Αυτή η Θεσσαλονίκη δεν αντέχει να μιλά για τους σκελετούς της. Η βαθιά Θεσσαλονίκη αντιπαθεί να της θυμίζουν το παρελθόν της. Δεν θέλει να ξέρει ούτε που βρίσκονταν τα εβραϊκά σπίτια ή τα τουρκικά μνημεία. Αν μπορούσε θα τα είχε εξαφανίσει.
Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη που υποκρίνεται πως ξέρει απέξω και ανακατωτά την ιστορία των Μακεδόνων βασιλέων, του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, 2500 χιλιάδες χρόνια πριν, αυτή η Θεσσαλονίκη που παριστάνει πως ξέρει καλά τι έγινε ακριβώς στο μικρασιατικό μέτωπο και στον Πόντο στα χρόνια του μικρασιατικού πολέμου, αυτή η Θεσσαλονίκη, ιδέα δεν έχει αλλά ούτε και που της καίγεται καρφί τι απέγιναν οι άνθρωποι, που ήταν οι γείτονες της μέχρι προχθές, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι.
Χαμπάρι δεν έχει για τον πολιτισμό τους, τα μνημεία τους, το αποτύπωμα τους στο χώμα και στον αέρα αυτής της πόλης. Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη που δεν θέλει ούτε στον εαυτό της να παραδεχτεί πόσο μεγάλα είναι τα παραμύθια της, κάνει πως δεν θυμάται ότι μέσα στις οικογένειες προσφυγικής καταγωγής, σαν τη δική μου ας πούμε, μέχρι και τη δεκαετία του ’80, όταν σε ρωτούσαν «Μακεδόνας είσαι;» απαντούσες «όχι πρόσφυγας», γιατί ήξερες πως Μακεδόνες ήταν οι ντόπιοι, οι άλλοι.
Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη θέλει να κλαψουρίζει μόνο για τα ελληνικά σύμβολα της και τους νεκρούς που αναγνωρίζει για δικούς της. Αυτή να παριστάνει πάντα και μόνο το θύμα, ποτέ τον θύτη. Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη για αυτό μισεί τον Μπουτάρη, γιατί δεν την αφήνει ήσυχη να βολεύεται στο θυματοποιημένο ναρκισσισμό και στα ψέματα της.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας