Ο υπ. Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής σε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο αγόρευσής του στη Βουλή | Alexandros Michailidis / SOOC
Απόψεις

Το bullying στους έλληνες δικαστές

Ο υπουργός Δικαιοσύνης και οι λοιποί κυβερνητικοί προβάλλουν ως άλλοθι το δικαίωμα στην κριτική. «Σε δημοκρατία δεν ζούμε;» σου λένε. Και αρχίζουν να διατυπώνουν τα δικά τους. Ανακριβή στην καλύτερη περίπτωση. Η κριτική, όμως, δικαστικών αποφάσεων δεν είναι δουλειά υπουργών, και δη Δικαιοσύνης
Ελευθερία Κόλλια

«Η άποψη αυτού του αποκαλούμενου δικαστή, η οποία ουσιαστικά αφαιρεί την επιβολή του νόμου από τη χώρα μας, είναι γελοία και θα ανατραπεί». Η δήλωση ανήκει στον Ντόναλντ Τραμπ και γράφτηκε εκεί όπου ξημεροβραδιάζεται ο αμερικανός πρόεδρος, στο Twitter, προκειμένου να αποδομήσει τον Τζέιμς Ρόμπαρτ, τον – περισσότερο από μια δεκαετία – ομοσπονδιακό δικαστή του Σιάτλ που μόλις είχε μπλοκάρει αντιμεταναστευτικό διάταγμα, εχθρικό απέναντι σε επτά χώρες με κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό.

Η στάση του προέδρου των ΗΠΑ δεν θα ήταν επίκαιρη αν δεν ανασυρόταν στη γενική συνέλευση της Διεθνούς Ενωσης Δικαστών στο Σαντιάγκο της Χιλής, ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ως σύμπτωμα μιας νοσηρής αντίληψης της εξουσίας ότι οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι ορθές και απόλυτα συμβατές με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, μόνο όταν είναι αρεστές σε βουλευτές, γερουσιαστές, υπουργούς. Και ως ένδειξη μιας απειλούμενης επικινδύνως δικαστικής ανεξαρτησίας, βασικής προϋπόθεσης ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς φόβο και πάθος.

Ο έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης, στην αναφορά του για το πόθεν έσχες των δικαστών, έφερε τη θεματική του συνεδρίου στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας. Ο Σταύρος Κοντονής χαρακτήρισε ως «πρόβλημα» την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, λίγους μήνες έπειτα από έναν επίσης δικό του χαρακτηρισμό που ήθελε ως «δυσάρεστη έκπληξη» την απόρριψη της αίτησης της 29χρονης Ηριάννας για αναστολή εκτέλεσης της ποινής της. Οι κρίσεις του υπουργού είναι σήμερα στον αφρό, το καζάνι των δηλώσεων ωστόσο κοχλάζει εδώ και καιρό, βγάζοντας τη μια τη Δικαιοσύνη να χωλαίνει, με ύποπτες καθυστερήσεις, ενώ θα έπρεπε να τρέχει, την άλλη να κάνει ότι «δεν βλέπει, όταν οι μίζες πέφτουν σαν το χαλάζι».

Ο υπουργός έχει ως άλλοθι το δικαίωμα στην κριτική. Σε δημοκρατία δεν ζούμε; σου λέει. Και αρχίζει να διατυπώνει τα δικά του, τα οποία η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αλλά και η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, τα βγάζει στην καλύτερη περίπτωση ανακριβή, στη χειρότερη ψευδή και συκοφαντικά, σε σχέση πάντα με το δια ταύτα της απόφασης.

Ποια είναι όμως τα όρια της κριτικής; Πού σταματά το δημοκρατικό δικαίωμα και πού αρχίζει το bullying από πολιτικούς και media (έχουν κι αυτά ευθύνη, βλέπετε) απέναντι στους ίδιους τους δικαστές;

Η Διεθνής Ένωση Δικαστών κάνει λόγο για ρητορική μίσους, για στοχοποίηση προσώπων της Δικαιοσύνης. Κι επειδή η Ελλάδα είναι μικρή και τα παραδείγματα των εγχώριων media μάλλον ασήμαντα για τη διεθνή πραγματικότητα, σταχυολογεί τρανό παράδειγμα βρετανικού ταμπλόιντ που έβγαλε στα μανταλάκια φωτογραφίες ανώτατων δικαστών, μετά την έκδοση απόφασης για την υπόθεση του Brexit, υπό τον τίτλο «οι εχθροί του λαού». Αλλά και κείνου του, επίσης βρετανού, βουλευτή που έριξε μπηχτή για «μη αιρετούς» ανώτατους δικαστές οι οποίοι χώνουν ενοχλητικά τη μύτη τους στις υποθέσεις δημοκρατικά εκλεγμένων εκπροσώπων του Κοινοβουλίου…

Στα συμπεράσματα της γενικής συνέλευσης της Χιλής, καθίσταται σαφές όχι μόνον ότι κάτι τρέχει εδώ πέρα, αλλά και ότι η κατάσταση πάει να ξεφύγει. Διεθνώς.

Το περιβάλλον στην ημεδαπή έρχεται βεβαίως να προσθέσει τη δική του ψηφίδα στο μωσαϊκό. Site με αριστερό πρόσημο «κρέμασε» τις προάλλες τη φωτογραφία του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ηλία Ζαγοραίου, ανθρώπου με χαμηλό προφίλ και ευρύτατη αποδοχή από τους συναδέλφους του, διοικεί άλλωστε τη μεγαλύτερη Εισαγγελία της χώρας σε δεύτερη θητεία, επικρίνοντας χειρισμό του. Σε μια άλλη περίπτωση, αυτή της Ηριάννας, έτερος εισαγγελικός λειτουργός είδε το φωτογραφικό του πορτραίτο σε ενοχοποιητικό πρωτοσέλιδο καθημερινής εφημερίδας με διόλου ευκαταφρόνητη κυκλοφορία: «Αυτός είναι ο εισαγγελέας που πρότεινε την απόρριψη για την Ηριάννα». Να μην μας κάνει εντύπωση όταν βλέπουμε και ελληνικά media να σέρνουν τον χορό. Να είμαστε όμως σε επαγρύπνηση.

Δεν ισχυρίστηκε κανείς ότι οι δικαστές είναι άγιοι. Κάποιοι από αυτούς είναι επίορκοι, κάποιοι βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με κέντρα εξουσίας, κάποιοι αυθαιρετούν ενσυνειδήτως — η εξουσία που έχουν είναι μεγάλη. Το μικρό αυτό ποσοστό, όμως, δεν μπορεί να καθορίσει το προφίλ ενός ολόκληρου κλάδου.

Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ο λαϊκισμός πολιτικών ή media το εργαλείο που θα τους επαναφέρει στη θέση τους.

Για τις αποφάσεις τους υπάρχουν δικαστικές οδοί αμφισβήτησης. Για τα αμαρτήματα τους, υπάρχουν πειθαρχικά όργανα. Στα οποία μάλιστα τα τελευταία χρόνια— κατά δήλωση της ίδιας της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου – τόσο αυτοί που παραπέμπονται όσο και αυτοί που διώκονται για πράξεις ή παραλείψεις τους έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Και αν ο αντίλογος των αρμοδίων είναι ότι δεν εμπιστευόμαστε τα πειθαρχικά, για λόγους συντεχνιακής ομερτά, είναι στο χέρι τους να τα εμπιστευθούμε. Εκεί θα πρέπει να γίνει η τομή.

Όλα τα υπόλοιπα, ειδικά στο ύφος που περιγράφηκε παραπάνω, είναι ύποπτα. Ακόμη και το δικαίωμα στην κριτική. Που παρεμπιπτόντως δεν είναι δουλειά υπουργών, και δη Δικαιοσύνης. Την καλύτερη απάντηση την έδωσε ένας επιφανής δικαστής, πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο Βασίλης Σκουρής — δια στόματος του προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορου Σεβαστίδη: «Κυβερνητικά στελέχη δεν μπορούν να επικρίνουν δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες επιδέχονται γενικά κριτικής, αλλά όχι από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας των οποίων συνταγματικό καθήκον είναι να συμμορφώνονται σε αυτές και να τις εκτελούν». Το ζεστό χειροκρότημα από τους δικαστές ήταν μάλλον η απάντηση στον κ. Κοντονή που δεν ήταν εκεί για να τη νοιώσει στο πετσί του.