Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2008, σε μία άλλη χώρα, σε έναν άλλο κόσμο και σίγουρα σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που ζούμε σήμερα. Ομως και ποιος μπορούσε να φανταστεί αυτό που ακολούθησε δύο μέρες μετά τη δολοφονία;
Ηταν η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο που στο γραφείο του Πρωθυπουργού ακούστηκε η πρόταση για κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ωστόσο ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών δεν σήκωσε ούτε το τηλέφωνο. Επέλεξε απλώς να ανοίξει την παράθυρα για να φύγουν η κάπνα και τα χημικά. Απεδείχθη πως έκανε την πολυτιμότερη προσθήκη στο βιογραφικό του. Επτά χρόνια μετά επιβραβεύθηκε με το υψηλότερο αξίωμα που προσφέρει η Πολιτεία. Οχι επειδή έκανε καλά τη δουλειά του, αλλά επειδή απέφυγε να την κάνει.
Ακόμα και αν δεν ήσασταν στην Αθήνα, θα θυμάστε την ένταση των γεγονότων: η δολοφονία του Γρηγορόπουλου προκάλεσε αρχικά ένα κύμα αγανάκτησης σε όλη τη χώρα που γρήγορα εξελίχθηκε σε βίαιο τσουνάμι. Εστίες έντασης εκδηλώθηκαν και στην περιφέρεια, όμως αυτό που έμεινε είναι το κέντρο της πρωτεύουσας πίσω από ένα πέπλο καπνού, σπαρμένο με ερείπια καταστημάτων, πάνω στην άσφαλτο που γυάλιζε από τη βροχή και τα σπασμένα τζάμια.
Tι συνέβη; Από πού ξεπήδησαν όλοι αυτοί, με τη μολότοφ και το λοστάρι στο χέρι; Ηταν η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ο ατμός που πέταξε βίαια το καπάκι από τη χύτρα; Εκείνες τις μέρες, σοκαρισμένοι από τις εικόνες ως έκπληκτοι τουρίστες στο κέντρο πρωτευούσης, διαβάσαμε αναλύσεις γεμάτες υποδόριο ενθουσιασμό. Ηταν, λέει, η εξέγερση μίας νιότης που ασφυκτιούσε από την αδικία και τις άνισες ευκαιρίες. Ηταν, είπαν, η οργή απέναντι σε ένα αυταρχικό κράτος που δεν διστάζει να πυροβολήσει παιδιά. Ηταν, φώναζαν, η φλόγα ενός ξεσηκωμού απέναντι στην υποκρισία και στην καταπίεση του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ωστόσο η βία δεν θύμιζε τους φλεγόμενους κάδους που συχνά-πυκνά ανάβουν σε μεγάλες πρωτεύουσες της Δύσης. Δεν είχαμε, δηλαδή, εστίες έντασης σε λαϊκά προάστια και σε γειτονιές μεταναστών. Εγιναν όλα στο κέντρο της πόλης.
Και τι απέγιναν όλοι αυτοί στη συνέχεια; Πήγαν και ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, κοιτάζοντας προς τον ουρανό, μήπως βρέξει κάτι από τα «λεφτά υπάρχουν»; Τι απέγινε η δυναμική και η φλόγα της εξέγερσης όταν έπεσε η σκιά της κρίσης; Βολεύτηκε στην κάτω πλατεία, έχοντας για παρέα τους χρυσαυγίτες; Και αφού τα γεγονότα του 2008 αντιπροσώπευαν μία συνειδητή κοινωνική αντίδραση, γιατί δεν επαναλήφθηκαν με την ίδια ένταση όταν τα μνημόνια πήραν το φως από τον ορίζοντα μας;
Η απάντηση είναι πιο απλή από όσο δείχνει. Στα γεγονότα του 2008 συμμετείχε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων που συνδέθηκε για λίγες μέρες με την κόκκινη γραμμή της βίας. Ηταν πολλοί. Αντιεξουσιαστές των Εξαρχείων, θυμωμένοι μετανάστες, αγόρια των βορείων προαστίων που ήθελαν να γευτούν αίμα στον ουρανίσκο, φίλοι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και παιδιά που συνομιλούσαν πολιτικά με τον τότε ΣΥΡΙΖΑ του Αλαβάνου – ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταδικάσει μεν τη βία, πλην όμως έκανε λόγο για «κοινωνικό φαινόμενο με την εξέγερση της νεολαίας».
Οχι, δεν ήταν ούτε κοινωνικό φαινόμενο, ούτε εξέγερση. Ηταν ελατήριο που εκτινάχθηκε βίαια έπειτα από ένα γεγονός που εξόργισε την κοινή γνώμη όσο λίγα. Και έδωσε το έρεισμα και το άλλοθι της μαζικότητας σε όλο αυτόν τον χώρο που κινείται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ως τα καφέ των Εξαρχείων. Αν ήταν κοινωνικό φαινόμενο ή εξέγερση, η κοινωνία δεν θα το μεταβόλιζε σχετικά εύκολα. Δεν έμεινε τίποτα πίσω. Ούτε πληγή, ούτε καν ουλή.
Τα επεισόδια του Δεκέμβρη δείχνουν μακρινά επειδή δεν υπήρξε κάποιος συγκροτημένος αφηγητής για να μας διηγηθεί τη συνέχεια. Εμειναν βέβαια κάποιοι που βάδισαν προσεκτικά πάνω στα χυμένα λάδια και στη βενζίνη, ισορρόπησαν, σαν ακροβάτες, πάνω στη διαγράμμιση της Σταδίου και της Ακαδημίας, μέχρι που έφτασαν στη Βουλή.